
Τους τελευταίους μήνες, το όνομα της Έρσης Σωτηροπουλού ακούστηκε έντονα στους αναγνωστικούς κύκλους, λόγω της φημολογίας σχετικά με την υποψηφιότητα της, για το λογοτεχνικό βραβείο Νόμπελ. Είχα χρόνια να διαβάσω κάποιο από τα βιβλία της. Νομίζω πως τελευταία φορά, είχα έρθει σε επαφή μαζί της το 2017, τότε που είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα «μπορείς;». Εκ τότε, δεν την ξαναδιάβασα. Να όμως που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, οι φήμες και τα στοιχήματα για το βραβείο Νόμπελ και το όνομα της συγγραφέα αναδύθηκε ξανά στο προσκήνιο.
Έτσι, έπεσε στα χέρια μου η νουβέλα της με τίτλο «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», η οποία είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1982 από τις εκδόσεις Νεφέλη. Εγώ τη διάβασα από τις εκδόσεις Πατάκη, που τα τελευταία τουλάχιστον 15 χρόνια αποτελεί την εκδοτική στέγη της κυρίας Σωτηροπούλου. Πρόκειται για ένα τρομερά περιεκτικό κείμενο, που στέκεται δίχως καμία αμφιβολία στο σήμερα, γεγονός που τονίζει τη διαχρονικότητα του έργου της κυρίας Σωτηροπούλου, το συνολικό έργο της οποίας θεωρώ πως δεν έχει εκτιμηθεί όσο του άξιζε από το εγχώριο, αναγνωστικό κοινό, συγκρίνοντας το με το έργο άλλων σύγχρονων, Ελληνίδων συγγραφέων.
Η ιστορία της κυρίας Σωτηροπούλου, όπως άλλωστε μαρτυρά εύγλωττα και ο τίτλος της, διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός εορταστικού τριημέρου, στην πόλη των Ιωαννίνων, χωρίς ωστόσο η συγγραφέας να προσδιορίζει με απόλυτη σαφήνεια το χρονικό, αφηγηματικό πλαίσιο. Στην ιστορία της πρωταγωνιστούν μία νεαρή γυναίκα, η οποία εργάζεται ως σερβιτόρα σε ένα καφέ στην Εθνική και ένας άγνωστος άντρας ταξιδιώτης, που επισκέπτεται τα Γιάννενα για επαγγελματικούς σκοπούς.
Όλα ξεκινούν όταν η ανώνυμη σερβιτόρα, αποφασίζει ξαφνικά, χωρίς κάποιον εμφανή λόγο, να αφήσει τη δουλειά της και να ακολουθήσει τον άγνωστο, περαστικό άντρα στο επαγγελματικό του ταξίδι. Οι δύο χαρακτήρες της κυρίας Σωτηροπούλου δεν γνωρίζονται. Εντοπίζουν απλά ο ένας τον άλλον μέσα σε ένα πλαίσιο υπαρξιακού κενού, έντονα φορτισμένου από τη σιωπή. Ανάμεσα τους δεν αναπτύσσεται κάποια ιδιαίτερη σχέση. Δεν συμβαίνει κάτι το θεαματικό. Δεν υπάρχει έρωτας. Δεν υπάρχουν ανομολόγητα πάθη, έντονα συναισθήματα, ή αφοπλιστικές εξομολογήσεις. Σχεδόν δεν επικοινωνούν, μιας και οι διάλογοι ανάμεσα τους είναι τόσο μικροί, σχεδόν ανύπαρκτοι.
Ωστόσο, διαβάζοντας τη νουβέλα αρχίζεις να διακρίνεις μία υπόκωφη έλξη, ένα αδιευκρίνιστο κάλεσμα, έναν λανθάνον ερωτισμό. Οι ώρες, οι μέρες του τριημέρου κυλούν. Η ανώνυμη γυναίκα παρατηρεί τον άντρα, τον ακολουθεί, τον φαντάζεται, τον επιθυμεί. Η επιθυμία της ωστόσο δεν είναι η συνισταμένη κάποιας συναισθηματικής έλξης. Αντίθετα είναι μία σχεδόν βιολογική ανάγκη, μία υπόγεια επιθυμία, που αγγίζει τα όρια μίας ζωώδους κατάστασης. Η σχεδόν απρόσωπη γυναίκα, δεν έχει παρελθόν, δεν έχει ταυτότητα, έχει απλά ένα σώμα που μέσα του ξυπνά η επιθυμία, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε ανάγκη.
Η ατμόσφαιρα που οικοδομεί η συγγραφέας είναι κάπως παράξενη, ίσως ο προσδιορισμός «γκροτέσκα» θα ήταν πιο εύστοχος. Μία ατμόσφαιρα ονειρική, μέσα από την οποία ξεπροβάλλει η πόλη των Ιωαννίνων, η οποία βρίσκεται βυθισμένη σε ένα παχύ στρώμα σιωπής, όπου οι κάτοικοι της περνούν τις μέρες τους εγκλωβισμένοι σε μία άνυδρη ρουτίνα. Σιωπηλοί, κουβαλούν στους ώμους τους μία υπαρξιακή, αλλά και σωματική κόπωση, αφήνοντας τον χρόνο απλά να κυλά. Όλα φαντάζουν μονότονα και συνηθισμένα, οι ώρες περνούν μέσα στην πλήξη, μέχρι που λίγο πριν από το τέλος, χωρίς καμία απολύτως εισαγωγή ή εξήγηση, χωρίς καμία «προειδοποίηση» γίνεται κάτι ακραία μεταμορφωτικό, γεγονός που ακυρώνει τη ρεαλιστική αφήγηση και ανασυνθέτει το έργο της κυρίας Σωτηροπούλου σε μία συμβολική ιστορία μεταμόρφωσης.
Συγκεκριμένα, η ανώνυμη γυναίκα αποκτά πέος και διεισδύει μέσα στον άντρα. Η ενέργεια αυτή δεν αποτελεί απλώς μία σεξουαλική πράξη, παρατηρώντας την υπό το πρίσμα της συμβατικότητας. Η πράξη αυτή αποτελεί μία κυριολεκτική αντιστροφή του υποκειμένου και του αντικειμένου. Προσδίδει έναν χαρακτήρα ρευστότητας στην έννοια του φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας, ενώ διαλύει τα όποια κοινωνικά και μη όρια.
Στη νουβέλα της κυρίας Σωτηροπούλου, η γυναίκα-σερβιτόρα εμφανίζεται αρχικά ως υπηρετική φιγούρα. Δεν αποτελεί το κέντρο του κοινωνικού σύμπαντος. Αντίθετα είναι απλά μία σερβιτόρα, μία υποτελής, σχεδόν αόρατη για τους περισσότερους ανθρώπινη φιγούρα. Στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, η παρουσία της γυναίκας είναι περιθωριακή. Είναι μία γυναίκα δίχως ιστορία, δίχως προσωπικότητα. Απλά υπάρχει. Απλά είναι εκεί. Απλά εξυπηρετεί. Γεγονός που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα έμμεσο σχόλιο της γυναικείας μη ορατότητας στη σφαίρα του δημόσιου βίου. Με τον τρόπο της η κυρία Σωτηροπούλου αναδεικνύει πως οι γυναίκες υπάρχουν μέσα στις ανδροκρατούμενες, αμιγώς πατριαρχικές κοινωνίες ως «λειτουργίες», ως «αντικείμενα» που εξυπηρετούν έναν σκοπό, και όχι φυσικά ως «υποκείμενα». Οι γυναίκες υπάρχουν μέσα στις κοινωνίες, είναι ορατές συχνά μόνο μέσα από τους ρόλους τους προς τους άλλους, γεγονός που το υπογραμμίζει και αν θέλετε το καταγγέλλει η συγγραφέας αθόρυβα, αφήνοντας το φεμινιστικό της σχόλιο, να ξεχειλίσει μέσα από την αμηχανία, που επικρατεί σε όλες τις σκηνές του έργου.
Παρόλα αυτά, έρχεται η τελευταία σκηνή του έργου για να ανατρέψει την μέχρι πρότινος κατάσταση. Στο τέλος του έργου συντελείται μία μεταμόρφωση. Το γυναικείο σώμα από σώμα που υπηρετεί, μετατρέπεται σε σώμα που επιβάλλεται! Η γυναίκα αποκτά πέος και διεισδύει στον άντρα, πράξη αντιστροφής της ιστορικά παγιωμένης σχέσης ανάμεσα στο σώμα και την εξουσία. Το σώμα της γυναίκας από παθητικό, μετατρέπεται σε σώμα που ενεργεί και η σερβιτόρα από ένα άτομο που δεν επιθυμεί απλώς, αλλά κατακτά και επιβάλει, επιβάλλεται. Το πέος που αποκτά δεν αποτελεί μονάχα μία προβολή της φαλλικής δύναμης, αλλά μία ανακατάληψη του δικαιώματος στη διείσδυση και κατ’ επέκταση τόσο στην πρωτοβουλία, όσο αντίστοιχα και στην εξουσία.
Η σεξουαλική πράξη της ανώνυμης ηρωίδας μετατρέπεται σε μία πολιτική θα λέγαμε πράξη, όπου η γυναίκα εισέρχεται στον άντρα, τον διαρρηγνύει, τον μετατρέπει ίσως σε ένα «αντικείμενο», όπως τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν έχουν δει γυναίκες να αντιμετωπίζονται από τους άντρες, με σκοπό να εξυπηρετήσουν αποκλειστικά τις σεξουαλικές τους ορμές. Η πράξη αυτή αποτελεί μία συμβολική πράξη εκδίκησης, μία πράξη ανατροπής του δυτικού ανδρικού κανόνα, βάσει του οποίου ο άντρας έχει τον ενεργό, τον διεισδυτικό ρόλο του υποκειμένου, και η γυναίκα είναι απλά το αντικείμενο, το παθητικό ον, διατηρώντας τον ρόλο του αντικειμένου που υποδέχεται.
Πέρα όμως από αυτή την εκδοχή του τέλους, θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε και βάσει των θεωριών, που υποστηρίζουν πως το φύλο δεν είναι βιολογικά δεδομένα, αλλά αποτελεί μία πολιτισμική επιτέλεση. Μπορεί αυτή η θεώρηση του τέλους να μην είναι και τόσο εμφανής, ωστόσο η κυρία Σωτηροπούλου συνομιλεί υπογείως με αυτή την εκδοχή, καθώς η γυναίκα-πρωταγωνίστρια μπορεί να μην γεννήθηκε με ανδρικό σώμα, όμως στη συνέχεια το αποκτά. Το σώμα της μετασχηματίζεται, γίνεται μέσο αφήγησης, αλλά και μέσο που νοηματοδοτεί ξανά τον εαυτό της. Γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένα σχόλιο πως η γυναίκα δεν είναι απλώς το φύλο της. Είναι πολλά περισσότερα. Είναι η δυνατότητα της να αλλάζει, να κατοικεί μέσα σε πολλές μορφές, αλλά και να αντιστέκεται σε καθετί που της επιβάλλεται.
Ακόμα, σε αντιδιαστολή με τη λογοτεχνική παράδοση, η οποία στην πλειονότητα της αποτελεί ανδρικό κατασκεύασμα, όπου η επιθυμία είναι ανδρικό προνόμιο και η γυναίκα το αντικείμενο αυτής της επιθυμίας, στο έργο της κυρίας Σωτηροπούλου η γυναίκα-σερβιτόρα δεν κατακτάται, κατακτά. Δεν ερωτεύεται, αλλά ελέγχει τουλάχιστον στο τέλος το παιχνίδι της επιθυμίας. Η γυναίκα από αντικείμενο του βλέμματος, μετατρέπεται σε χειριστή της σκηνής, με την κυρία Σωτηροπούλου να ανατρέπει τη διαχρονικά καθορισμένη θέση της γυναίκας, η οποία εδώ δεν διεκδικεί απλώς ίσα δικαιώματα, αλλά επιχειρεί να πάρει μία μεγαλειώδη εκδίκηση, αντιστρέφοντας την έμφυλη κυριαρχία, με τη συγγραφέα να υποσκάπτει την πατριαρχία μέσω αυτής της πράξης, η οποία διαρρηγνύει τη φαλλοκεντρική δομή της κοινωνίας!
Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, στη νουβέλα της κυρίας Σωτηροπούλου η γυναίκα καταφέρνει να μεταμορφωθεί επιτέλους σε υποκείμενο, όχι γιατί αποκτά μονάχα ένα πέος, με το οποίο έχει τη δυνατότητα διείσδυσης, αλλά επειδή επινοεί εκ νέου τη δύναμη της. Η γυναίκα δεν γίνεται απλά άντρας, γίνεται ουσιαστικά ελεύθερη! Στη νουβέλα της κυρίας Σωτηροπούλου, μπορεί να μην υπάρχει η συμβατική λύτρωση, αλλά ούτε και η κάθαρση με τον τρόπο που την αναζητά συνηθώς ο αναγνώστης, υπάρχει όμως έντονα η αποκαθήλωση της ανδρικής εξουσίας και η ανάληψη της γυναικείας επιθυμίας. Η νουβέλα ολοκληρώνεται χωρίς ουσιαστική λύση, χωρίς επιστροφή στην κανονικότητα, όμως η πράξη αυτή της γυναίκας, θα λέγαμε ότι αποτελεί το τελευταίο μέρος ενός τελετουργικού περάσματος, όχι σε μία νέα ζωή, αλλά σε μία νέα, ελεύθερη μορφή της γυναικείας ύπαρξης.
