Η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ της Φερνάντα Τρίας

Η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ, το μυθιστόρημα της Ουρουγουανής συγγραφέα Φερνάντα Τρίας
αποτέλεσε για μένα μία τρομερά ευχάριστη, αναγνωστική έκπληξη! Αγοράστηκε λόγω
του παράξενου τίτλου του, ενώ διαβάστηκε κυριολεκτικά μέσα σε μία μόνο μέρα.
Πρόκειται για ένα αμιγώς δυστοπικό μυθιστόρημα, με αρκετά έντονο το υπαρξιακό
στοιχείο! Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Carnivora, σε μετάφραση της κυρίας
Ιφιγένειας Ντούμη.

Η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ ξεκινά in media res, με τη συγγραφέα να μας τοποθετεί κατευθείαν
μέσα στον μυθιστορηματικό της κόσμο, έναν κόσμο που βρίσκεται υπό διαρκή
κατάρρευση. Βρισκόμαστε σε μία ακαθόριστη γεωγραφικά πόλη, που ίσως από τις
περιγραφές της συγγραφέα υποθέτουμε ότι είναι το Μοντεβιδέο, όπου έχει ξεσπάσει
μία μυστηριώδης πανδημία. Πανδημία που έχει καταδυναστεύσει τους ανθρώπους,
πλήττοντας την καθημερινότητας τους, φέρνοντας παράλληλα ένα πλήθος
κοινωνικών, αλλά και οικολογικών αλλοιώσεων.

Η ανώνυμη ηρωίδα-αφηγήτρια της Τρίας είναι μία μοναχική μυθιστορηματική
φιγούρα, που λειτουργεί κατά κύριο λόγο ως θεατής των όσων συμβαίνουν γύρω της,
παρά ως ένα δρων υποκείμενο. Ανώνυμη, σιωπηλή, σχεδόν διάφανη, η ηρωίδα της
Τρίας κινείται αθόρυβα μέσα σε έναν κόσμο που καθημερινά αποδομείται,
προσπαθώντας μάταια να διαφυλάξει το τελευταίο ανθρώπινο ίχνος.
Πρόκειται για μία ανήμπορη, παθητική μυθιστορηματική ύπαρξη, η παραίτησή της
οποίας μοιάζει να είναι συνειδητή. Δεν αγωνίζεται να σώσει κανέναν, αλλά ούτε και
να αλλάξει την απάνθρωπη πραγματικότητα, μέσα στην οποία έχει εγκλωβιστεί.
Αντίθετα, η ηρωίδα της Τρίας παρατηρεί και καταγράφει. Αναμοχλεύει τις αναμνήσεις
της. Απλά επιβιώνει μέσα σε έναν κόσμο που σαπίζει αργά και σταθερά.

Με το πέρασμα των σελίδων, αποκαλύπτεται σταδιακά η περίπλοκη σχέση της
ανώνυμης ηρωίδας τόσο με τη μητέρα της, όσο και με τον πρώην σύντροφο της, ο
οποίος βρίσκεται στην πτέρυγα των χρόνιων νοσημάτων του νοσοκομείου της πόλης,
ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε τις προσπάθειες τις αφηγήτριας να συνδεθεί με το παιδί-
αγόρι, που φροντίζει και φιλοξενεί στο σπίτι της, η υγεία του οποίου πλήττεται από
ένα σύνδρομο το οποίο δεν κατονομάζεται και πέρα από αλλοιώσεις που προκαλεί
στην εξωτερική εμφάνιση, καταστέλλει το αίσθημα του κορεσμού και αυξάνει αυτό της
πείνας.

Η προσπάθεια αυτή εκφράζει μία υπόγεια επιθυμία της ηρωίδας για συναισθηματική
επαφή, η οποία συνεχώς μπλοκάρεται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος γύρω
της, καθώς αποτελεί μέρος ενός κόσμου άδειου, όπου η ζωή βρίσκεται σε αναστολή,
ενός κόσμου που δεν επιτρέπει την ανθρώπινη επαφή και την άνθιση οποιουδήποτε
ανθρώπινου δεσμού. Η ηρωίδα βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν κόσμο, που έχει
αλλάξει ριζικά, έναν κόσμο παραμορφωμένο, όπου η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ έχει εισχωρήσει
βαθιά μέσα του, οδηγώντας σε μία περιβαλλοντική κρίση, με χιλιάδες νεκρά ψάρια
και εξαφανισμένα πουλιά, σε έναν κόσμο τοξικό, όπου ο αέρας σκορπά τον θάνατο,
κάνοντας το δέρμα των ανθρώπων να ξεφλουδίζει σταδιακά, σε έναν κόσμο όπου
συνεχίζει να ζει με έναν παράξενα παραιτημένο τρόπο. Σε έναν κόσμο ασαφή, όπου
δεν υπάρχει καμία απολύτως εξήγηση για όλα αυτά που συμβαίνουν, μονάχα μερικές
φήμες, κάποιοι ψίθυροι και υπαινιγμοί.

Στον δυστοπικό μικρόκοσμο, που δημιουργεί η Φερνάντα Τρίας το ανθρώπινο σώμα,
δεν αποτελεί απλά το όχημα της επιβίωσης, αλλά και το πρώτο μέρος όπου
καταγράφεται η φθορά και η σήψη, καθώς πλήττεται από την αρρώστια που έχει
εξαπλωθεί στην ανώνυμη πόλη, αρρώστια που δεν εμφανίζεται ξαφνικά,
αποτελώντας μία πρόσκαιρη απειλή, αλλά υπάρχει από την αρχή του βιβλίου ως μία
διαρκής, υπαρξιακή κατάσταση. Μέσα από την αρρώστια που πλήττει το ανθρώπινο
σώμα, μέσα από τη ζωή που σταδιακά αποδομείται αντανακλάται η βαθιά υπαρξιακή
αρρώστια, που πλήττει τον σύγχρονο κόσμο. Η ανώνυμη αυτή αρρώστια πλήττει το

ανθρώπινο σώμα, το οποίο σταδιακά αδυνατίζει, ενώ ταυτόχρονα θα έλεγε κανείς ότι
προσβάλλει και τις ανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες σταδιακά αδυνατίζουν, χάνοντας τα
συναισθήματα και το νόημα, που φέρουν. Το σώμα σε όλο το βιβλίο δεν αποτελεί την
ασπίδα, το καταφύγιο της ηρωίδας στον διαρκή, αόρατο κίνδυνο, αλλά την
αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ευθραυστότητας του σύγχρονου ανθρώπου τόσο σε
απτό, σωματικό επίπεδο, όσο και σε υπαρξιακό, υπογραμμίζοντας πως τίποτα δεν
θεωρείται πια σταθερό και αξιόπιστο.

Ταυτόχρονα, η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ που εξαπλώνεται σταδιακά και αθόρυβα καταστρέφοντας
το οικοσύστημα, λειτουργεί ως ένα πολύσημο σύμβολο, καθώς από τη μία αποτελεί
μία απτή αιτία φυσικής μόλυνσης και οικολογικής κατάρρευσης, ενώ από την άλλη, σε
ένα βαθύτερο, υπαρξιακό πλαίσιο, αποτελεί μία μυθιστορηματική αλληγορία της
ανθρώπινης παρακμής, της διάβρωσης της ανθρώπινης ύπαρξης, της κατάρρευσης
των ανθρώπινων σχέσεων και κοινωνιών, κατάρρευση η οποία συντελείται αθόρυβα,
με τους ανθρώπους να παγιδεύονται στα δίχτυα του φόβου, της ενοχής, αλλά και της
ματαιότητας.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Φερνάντα Τρίας, ο αναγνώστης αισθάνεται μία
έντονη δυσφορία, κι αυτό γιατί η συγγραφέας δημιουργεί μία μυθιστορηματική
ατμόσφαιρα αποπνικτική και στάσιμη, μία ατμόσφαιρα ασφυκτική και ιδιαίτερα
κλειστοφοβική, όπου η δράση δεν κλιμακώνεται, δεν υπάρχει κάποια κορύφωση,
κάποια συναισθηματική λύτρωση. Αντίθετα ο κόσμος της Τρίας μοιάζει να βυθίζεται
όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά στη ματαιότητα και την παραίτηση. Η
υπαρξιακή κατάρρευση, όπως και η κατάρρευση των δρόμων, των σπιτιών, των
νοσοκομείων, των κρατικών δομών, συντελείται ύπουλα, συντελείται σε χρόνο
παράλληλο, δίχως να παρατηρούνται ηρωικές αντιστάσεις ή προσπάθειες σωτηρίας.
Οι άνθρωποι στον εφιαλτικό θα έλεγε κανείς κόσμο της Τρίας δεν παλεύουν, απλά
υπομένουν, γεγονός που εντείνει τη διαπίστωση πως στον κόσμο της Τρίας
πραγματική δυστοπία δεν αποτελεί η οικολογική μόλυνση, αλλά η ανθρώπινη
παραίτηση.

Στο μυθιστόρημα της Φερνάντα Τρίας, η ροζ γλίτσα δεν αφορά αποκλειστικά την
φυσική καταστροφή και την περιβαλλοντική μόλυνση, αλλά συνδέεται άρρηκτα και με
την εργοστασιακή παραγωγή ενός είδος κρέατος, που αποτελεί σχεδόν την
αποκλειστική, βρώσιμη πηγή τροφής. Το μεταποιημένο και κονσερβοποιημένο σε
πλαστικές συσκευασίες κρέας αποτελεί ένα ακόμα σύμβολο του εκφυλισμένου,
σύγχρονου κόσμου, υπογραμμίζοντας με τρόπο τραγικό τη σήψη στην οποία αυτός
έχει επέλθει. Η παραγωγή αυτής της μορφής κρέατος δε σχετίζεται με τη φυσική,
ζωογόνο διαδικασία της εύρεσης και πρόσληψης της τροφής, αλλά αντίθετα θα
λέγαμε πως ανάγει τη διαδικασία αυτή σε μία αναγκαστική και βιομηχανοποιημένη
ρουτίνα του σύγχρονου κόσμου, αποστειρώνοντας της από όποιο ουσιαστικό νόημα
είχε μέχρι πρότινος η διαδικασία του φαγητού.

Μέσα λοιπόν από μία εργοστασιακή, αποστειρωμένη και εντελώς μηχανική
διαδικασία παράγονται ροζ, πλαστικοποιημένα προϊόντα, προϊόντα αλλοιωμένα, που
έρχονται για να αντικαταστήσουν το φυσικό κρέας και να αποτελέσουν ένα νέο είδος
τροφής, μία νέα, πλαστικοποιημένη «πηγή ζωής». Το «ροζ κρέας» λειτουργεί
συμβολικά και συνδέεται άρρηκτα με τις ανθρώπινες σχέσεις, που παρουσιάζονται
στο βιβλίο, σχέσεις που μάταια προσπαθούν να επιβιώσουν σε έναν κόσμο
πλασματικό και βιομηχανοποιημένο, έναν κόσμο που έχει μετατραπεί σε ένα
κοινωνικό και συναισθηματικό εργοστάσιο παραγωγής «μη-ζωής». Η παρουσία του
στις σελίδες του βιβλίου λειτουργεί ως ένας εξαιρετικά ισχυρός παραλληλισμός, που
συνδέεται άρρηκτα με τον τρόπο που τόσο το σώμα, όσο και η ψυχή των
μυθιστορηματικών χαρακτήρων εκφυλίζονται, ενώ παράλληλα λειτουργεί και ως μία
υπενθύμιση της ανημπόριας του σύγχρονου ανθρώπου να ξαναβρεί τη φυσική του
σύνδεση με τον κόσμο γύρω του. Στη ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ το «ροζ κρέας» υπογραμμίζει

εύστοχα τον κεντρικό, νοηματικό άξονα του βιβλίου, όπου ο κόσμος της Τρίας δεν
καταρρέει ξαφνικά, εκκωφαντικά, αναπάντεχα, αλλά αντίθετα καταρρέει σιωπηλά,
αργά, ύπουλα, με τη ζωή να χάνει το νόημα της και να μετατρέπεται σε μία
εκφυλιστική, μηχανιστική και τοξική στον πυρήνα της διαδικασία.
Λίγο πριν κλείσω το παρόν κείμενο, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στην
τελευταία σκηνή του βιβλίου, με το οποίο η συγγραφέας Φερνάντα Τρία δημιουργεί
ένα συγκλονιστικά εφιαλτικό, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ποιητικό φινάλε! 

Η τελευταία σκηνή του βιβλίου αποτελεί μία αποκρυστάλλωση όλων όσων έχουν προηγηθεί. Η ανώνυμη ηρωίδα-αφηγήτρια του βιβλίου παρατηρεί την πόλη στην οποία γεννήθηκε και έζησε από απόσταση, βλέποντας το επερχόμενο μέλλον ως κάτι που έχει ήδη εγκατασταθεί στο παρόν, με τη φράση ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΩ ΕΝΑ ΜΕΛΛΟΝ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΗΔΗ ΕΔΩ να υπογραμμίζει τη ματαιότητα που διατρέχει ολοκληρωτικά το κείμενο της Τρίας.

Οι τελευταίες εικόνες που περιγράφει η ηρωίδα διακρίνονται από μία εκκωφαντική
εγκατάλειψη, από μία εφιαλτική ερημιά και αποσύνθεση τόσο του αστικού τοπίου,
όσο και των ανθρώπινων σωμάτων και γενικότερα της συλλογικής ζωής. Η φράση
ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΘΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΟΛΑ λειτουργεί προφητικά, καθώς η πόλη σταδιακά και
σιωπηλά αδειάζει, με την ίδια, την πόλη, να παραμένει σαν ένα κουφάρι που λάμπει
από μακριά, σαν μια ψευδαίσθηση ζωής. Η συγγραφέας με αφοπλιστική ειλικρίνεια
απογυμνώνει τον σύγχρονο άνθρωπο και τον τρόπο ζωής του, ο οποίος μέσα σε
έναν κόσμο όπου συντελείται όχι μόνο μία οικολογική καταστροφή, αλλά και μία
βαθύτερη, υπαρξιακή κατάρρευση αγωνίζεται μάταια να διατηρήσει τη ζωή του ως
μέρος μίας τεχνητής συνέχειας ενός κόσμου, που έχει πάψει προ πολλού να του
ανήκει!

Ολοκληρώνοντας, η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ της Φερνάντα Τρίας είναι ένα σπαρακτικό,
δυστοπικό έργο για την αργή ήττα του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στη φθορά και
τη σήψη της ύπαρξης του. Είναι μία ιστορία, που η συγγραφέας επιλέγει να την
αφηγηθεί μέσα από μικρές υποχωρήσεις και σιωπηλές αποδοχές, που την καθιστούν
ακόμα πιο ανατριχιαστική ως δυστοπία! Στην ιστορία της Τρία συναντάμε ένα
μυθιστορηματικό τοπίο σιωπηλής παραίτησης, όπου η ζωή σβήνει αργά και σχεδόν
αδιόρατα, και μία αφηγήτρια η φωνή της οποίας πάλλεται από μία βαθιά, υπαρξιακή
κούραση, που δεν αφήνει περιθώριο για καμία ελπίδα.

Κλείνοντας, αυτό που σιωπηλά «κραυγάζει» η Ουρουγουανή συγγραφέας Φερνάντα
Τρίας μέσα από τη ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ είναι πως η πραγματική δυστοπία δεν ξεκινά από
κάπου έξω, από κάποιο περιβαλλοντικό ή πολιτικό/κοινωνικό γεγονός, αλλά ξεκινά
μέσα από εμάς τους ίδιους, μέσα από την αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να
δράσει, να αγαπήσει, να εμπιστευτεί, να ελπίσει και τελικά να ζήσει.

Η ΡΟΖ ΓΛΙΤΣΑ τελικά είναι ένα μυθιστόρημα για την αδυναμία όχι ως ελάττωμα του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά ως μία αναπόφευκτη και διαχρονική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Read next