Είμαι από εκείνους τους αναγνώστες λογοτεχνίας, που όταν ένα βιβλίο καταφέρνει να διεγείρει τον συναισθηματικό μου κόσμο, να με προβληματίσει, να με αφυπνίσει, τότε αναζητώ και τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα, σε μία προσπάθεια να μελετήσω συνολικά το λογοτεχνικό του έργο, για να αποκτήσω σφαιρική εικόνα για εκείνον και το λογοτεχνικό του αποτύπωμα. Σε μία λοιπόν τέτοια προσπάθεια, ανακάλυψα το μυθιστόρημα «Η Ξανθιά» της αγαπημένης μου Αμερικανής συγγραφέα Joyce Carol Oates, εξαντλημένο τα τελευταία χρόνια, που κυκλοφορούσε παλαιότερα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που βασίζεται στη ζωή της Μέριλιν Μονρόε, χωρίς ωστόσο να αποτελεί μία ακριβή βιογραφία.
Πρόκειται κυρίως για έναν υπαρξιακό-ψυχολογικό στοχασμό, μέσω του οποίου η Oates καταφέρνει να εισχωρήσει βαθιά στον ψυχισμό της Νόρμας Τζιν, με έναν «βασανιστικό» θα έλεγα τρόπο, και να ρίξει φως σε όλες τις πτυχές ενός εύθραυστου πλάσματος, που έχει καμωθεί από φόβους, απελπισία και ανασφάλειες.
Η Oates συνθέτει το πορτραίτο μίας γυναίκας που σταδιακά διαλύεται ανάμεσα στην ανάγκη για λίγη τρυφερότητα και την ανελέητη εκμετάλλευση, που βιώνει από το περιβάλλον της, ανάμεσα στο «κορίτσι» και την εικόνα του «μοιραίου θηλυκού». Το παρόν μυθιστόρημα δεν αποτελεί απλά μία μυθιστορηματική, ανασύνθεση του μύθου της Μέριλιν Μονρόε, αλλά είναι κάτι πολύ βαθύτερο, κάτι πολύ πιο ευρύ: είναι ένα πορτραίτο ενός προσώπου χαμένου ανάμεσα στην ανάγκη του να αγαπηθεί και στη θλιβερή ανάγκη του, να υπάρξει με τρόπο αυθεντικό μέσα σε έναν ξεδιάντροπα υποκριτικό κόσμο, αυτό της κινηματογραφικής βιομηχανίας του Χόλυγουντ.
Η Joyce Carol Oates αναπλάθει τη θρυλική μορφή της Μέριλιν Μονρόε φωτίζοντας την με τρόπο σφαιρικό. Η Μέριλιν δεν ήταν απλά ένα θύμα της εποχής της, ένα θύμα της βιομηχανίας του θεάματος. Ήταν μία τραγική φιγούρα, που ενσαρκώνει την διαχρονική, υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου: την ανάγκη να ανήκεις, να αγαπιέσαι, να αναγνωρίζεσαι και να γίνεσαι αποδεκτός.
Η Μέριλιν ή αλλιώς Νόρμα Τζιν δεν αγαπά για να υπάρξει, αλλά υπάρχει για να αγαπηθεί μέσα σε έναν κόσμο εγωιστικό που δεν αγαπά κανέναν πέρα από την εικόνα, που χτίζει για τον εαυτό του. Η Αμερικανή συγγραφέας αναδεικνύει με τρομακτικό τρόπο πως η ανάγκη για αγάπη μπορεί να λειτουργήσει αυτοκαταστροφικά, με την ηρωίδα της να φτάνει στην ταπείνωση μόνο και μόνο για μερικά ψίχουλα τρυφερότητας. Η Νόρμα Τζιν αναπτύσσει σχέσεις αναπτύσσοντας διαρκώς το ίδιο μοτίβο: παραδίδεται πλήρως, ελπίζοντας πως θα αγαπηθεί για αυτό που πραγματικά είναι, ενώ τελικά καταλήγει να αγαπιέται μόνο η εικόνα της Μέριλιν Μονρόε, μόνο ως προβολή των επιθυμιών των άλλων. Ποτέ ως η αληθινή, η τρυφερή, η εύθραυστη ύπαρξη που είναι. Η Νόρμα Τζιν δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει λίγη, αληθινή αυτοεκτίμηση. Ο εαυτός της βρίσκονταν πάντα υπό αμφισβήτηση. Ζούσε διαρκώς με την εσωτερικευμένη πεποίθηση πως η ύπαρξη της ήταν ένα λάθος, πεποίθηση που αποδεικνύονταν συνεχώς, ενώ η επιβεβαίωση της οποιαδήποτε αξίας της, δεν προέρχονταν ποτέ από μέσα της, ποτέ από την ίδια, ήταν αποκλειστικά εξαρτώμενη από το επικριτικό βλέμμα των άλλων, κυρίως των ανδρών. Για να υπάρξει, χρειάζεται την έγκριση άλλων. Η ζωή της δεν της ανήκει. Είναι δανεική. Μια ζωή θεμελιωμένη σε όρους που άλλοι όρισαν για εκείνη.
Διαβάζοντας την ΞΑΝΘΙΑ της Oates ένα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου, που μου έκανε εντύπωση είναι ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας γράφει και διαχειρίζεται το σώμα της Νόρμας Τζιν – Μέριλιν Μονρόε. Το σώμα δεν αποτελεί συνέχεια του εαυτού της, αλλά αντιμετωπίζεται ως κάτι άλλο, ως κάτι ξένο, ως ένα αντικείμενο που της έχει δοθεί και άλλοτε είναι «δώρο», κι άλλοτε «κατάρα».
Το σώμα της Νόρμας Τζιν δεν αποτελεί μέρος της ταυτότητας της, αλλά είναι ένα μέρος μίας διαρκούς παράστασης. Είναι αυτό οι άλλοι βλέπουν, αυτό που κάποιο ερωτεύονται, ποθούν, ή επιζητούν να κακοποιήσουν. Η Νόρμα Τζιν σπάνια νιώθει πως το σώμα της, της ανήκει. Τις περισσότερες φορές αισθάνεται πως παίζει έναν ρόλο μέσα σε αυτό. Πολύ συχνά παρατηρούμε πως η πρωταγωνίστρια της Oates παρακολουθεί το σώμα της σαν θεατής, από απόσταση. Ειδικότερα, όταν εκτυλίσσονται σκηνές βίας και ταπείνωσης, τότε η Νόρμα Τζιν αποκόπτεται συναισθηματικά από το σώμα της, με σκοπό να αντέξει. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα έναν μηχανισμό άμυνας, αλλά και μία απόδειξη πως το σώμα της ηρωίδας, δεν της άνηκε ποτέ πραγματικά. Το σώμα της Νόρμας Τζιν επίσης λειτουργεί ως ένα πεδίο μάχης. Πάνω του παίζεται η τραγωδία της αγάπης, αλλά και της απόρριψης. Το σώμα της μετατρέπεται σε ερωτικό αντικείμενο, σε εργαλείο επιτυχίας, αλλά και σε πηγή ντροπής. Δεν μπορεί να το ελέγξει. Δεν μπορεί να το προστατέψει. Αλλά τελικά ούτε και να το αγαπήσει. Το σώμα της ανήκει στην περσόνα της Μέριλιν Μονρόε. Η Νόρμα Τζιν θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν είχε ποτέ ένα δικό της σώμα. Παρά μόνο μία εικόνα. Μία εικόνα που σαν αρχαία θεότητα απαιτεί διαρκώς θυσίες για να μείνει όμορφη, ποθητή, ζωντανή στη συνείδηση των άλλων!
Η Joyce Carol Oates καταφέρνει μέσα από την ιστορία της ΞΑΝΘΙΑΣ να τονίσει πως η ανάγκη για αγάπη και όχι το μίσος ή απόρριψη, ήταν αυτή που τελικά σκότωσε τη Νόρμα Τζιν. Η ηρωίδα της επιζητά απελπισμένα την αγάπη. Κάθε φορά, όταν κάποιος νιώθει ότι την αγαπά, προσφέρεται ολοκληρωτικά. Δεν κρατά τίποτα για τον εαυτό της. Σταδιακά, διαλύεται μέσα στις επιθυμίες των άλλων, μέχρι που δεν υπάρχει πια η «Νόρμα». Κι όταν η απόρριψη του άλλου επέλθει, τότε η απορριπτική του ματιά γίνεται μία μαχαιριά, που την τραυματίζει βαθιά, καθώς αισθάνεται πως χωρίς την αγάπη, χωρίς την προσοχή του άλλου, δεν μπορεί να υπάρξει. Ο θάνατος της Νόρμας Τζιν έρχεται ακριβώς σε εκείνο το σημείο, που τελειώνει κάθε ψευδαίσθηση αγάπης. Όταν δε μένει κανένας πια, που να την κοιτάζει με θαυμασμό, με επιθυμία, με την υπόσχεση σωτηρίας, τότε η Νόρμα Τζιν πεθαίνει.
Μία από τις φράσεις του βιβλίου, που αποτελεί τον πυρήνα όλου του υπαρξιακού στοχασμού, στον οποίο επιδίδεται εκτενώς η συγγραφέας μέσα από την ιστορία της Νόρμας Τζιν, είναι η φράση «Τι είναι αυτό που είμαι;». Η φράση αυτή, που σε όλη της τη ζωή προσπαθεί να απαντήσει η Νόρμα Τζιν, αποτελεί την καρδιά της προσωπικής της τραγωδίας! Είναι μία φράση που σέρνει πίσω της το βάρος της αμφισβήτησης, καθώς και της απογοήτευσης, βάρος το οποίο η Νόρμα Τζιν το κουβαλά μέχρι το τέλος του βιβλίου, μέχρι το τέλος της ζωής της! Η ηρωίδα της Oates μετεωρίζεται ανάμεσα σε αυτό που φαίνεται και σε αυτό που πιστεύει πως πραγματικά είναι. Η Νόρμα Τζιν αναζητά αυτό που είναι μέσα σε έναν κόσμο, που ποτέ δεν την άφησε πραγματικά να είναι «αυτό», χωρίς να προσπαθήσει να την αλλάξει, να την προσδιορίσει μέσω κάποιου άλλου! Η φράση αυτή στοιχειώνει τη ζωή της.
Η Νόρμα Τζιν είναι ένα πλάσμα τραγικό, ένα πλάσμα πεινασμένο για αγάπη, τρυφερότητα και ασφάλεια, που πιστεύει πως αν γίνει επαρκώς όμορφη, επαρκώς καλή και υπάκουη τότε θα σωθεί. Αλλά η σωτηρία της, δεν έρχεται τελικά ποτέ. Γιατί πάντα όσοι την περιτριγυρίζουν ζητούν πάντα κάτι παραπάνω από εκείνη, χωρίς να της προσφέρουν ουσιαστική αποδοχή. Κάθε άνδρας που εμφανίζεται στη ζωή της ως σωτήρας, την προδίδει. Κι έτσι, η Νόρμα Τζην επιδίδεται σε όλη της τη ζωή σε ένα κυνήγι σωτήρων, χωρίς να καταλάβει ότι η μόνη της σωτηρία είναι να αγαπήσει και να αποδεχτεί εκείνη τον εαυτό της, κάτι που φυσικά ο κόσμος της, δεν της έμαθε ποτέ πως να το κάνει. Στο τέλος, η σωτηρία της έρχεται αλλιώς. Όχι με τη μορφή κάποιου άνδρα. Όχι με φώτα, λάμψη και θριάμβους. Έρχεται μέσα από το ίδιο της το σβήσιμο. Η Νόρμα Τζιν ξεφλουδίζεται. Πέφτουν από πάνω της σαν δέρμα ξηρό όλοι οι ρόλοι, όλες οι προσδοκίες, όλοι οι φόβοι, όλες οι ελπίδες, αλλά και όλες οι απογοητεύσεις, που έχει βιώσει. Στο τέλος, η Νόρμα δεν είναι πια η Μέριλιν Μονρόε, δεν είναι η «Ξανθιά», είναι απλά και μόνο η ίδια!
Ολοκληρώνοντας λοιπόν, η ΞΑΝΘΙΑ της Joyce Carol Oates δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον μύθο και τη ζωή της Μέριλιν Μονρόε, είναι ένα συγκλονιστικό, υπαρξιακό θρίλερ! Είναι μία λογοτεχνική «κραυγή» για τη γυναικεία ταυτότητα, για τη φήμη και τη σιωπηλή βία του να είσαι γυναίκα-σύμβολο. Γιατί τι ήταν η Μέριλιν Μονρόε; Ήταν ένα είδωλο, μία φαντασίωση, ένα σώμα δίχως ψυχή, που το αδηφάγο, σκοτεινό σύστημα του Χόλιγουντ έπλασε, κατανάλωσε και τελικά κατάπιε…
