Από την εποχή του Πλάτωνα, η δικαιοσύνη δεν αποτελούσε απλά έναν θεσμό, αλλά κυρίως ενσάρκωνε μία από τις ύψιστες αρετές. Στην Πολιτεία, ο Σωκράτης αναζητεί τι είναι δίκαιο όχι με σκοπό να θεμελιώσει έναν ποινικό κώδικα, αλλά για να κατανοήσει τι σημαίνει να ζει κανείς σε αρμονία τόσο με τον εαυτό του, όσο και με την πόλη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η δικαιοσύνη αποτελεί την υπέρτατη αρετή, ενώ βάσει των Στωικών, η δικαιοσύνη είναι ένας φυσικός νόμος, μία καθολική τάξη που διαπερνά τον κόσμο.
Στη σύγχρονη εποχή ωστόσο το ιδεώδες της δικαιοσύνης απέχει από τον τρόπο που λειτουργούν οι κρατικοί μηχανισμοί απονομής της. Το δίκαιο σήμερα δεν αποδίδεται απαραίτητα σύμφωνα με την αλήθεια ή την ηθική, αλλά διάμεσου διαδικασιών, που εξυπηρετούν συχνά την κοινωνική τάξη και συνοχή. Το δικαστικό σύστημα πολλές φορές αντί να αναζητά την αλήθεια, επιχειρώντας να αποδώσει δικαιοσύνη, ψάχνει τρόπους διαχείρισης της κοινωνικής κρίσης που πλήττει το σύνολο των πολιτών, κλείνοντας υποθέσεις και εκτονώνοντας τη συλλογική πίεση, εφευρίσκει αποδιοπομπαίους τράγους, φορτώνοντας τους το βάρος της ενοχής, όχι βάσει αποδείξεων, αλλά βάσει ενδείξεων, που εξυπηρετούν το αφήγημα και τις προσδοκίες ενός αδηφάγου κοινωνικού συνόλου, που διψά για αίμα.
Αυτή θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η ραχοκοκαλιά του νέου true crime μυθιστορήματος ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ του Μίνου Ευσταθιάδη, ένα μυθιστόρημα, που δεν αφηγείται απλά δύο αστυνομικές υποθέσεις και την αναπόφευκτη πτώση ενός ανθρώπου, αλλά ρίχνει άπλετο φως στις ρωγμές του δικαστικού μηχανισμού. Το μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη είναι ένα βιβλίο κραυγή που βοά μέσα από τα σπλάχνα του κτήνους. Μία κραυγή όχι διεκδίκησης της αθώωσης σύμφωνα με την έννοια του νόμου, μιας και διαβάζοντας το βιβλίο παρατηρούμε πως ο δράστης έχει αποδεχτεί το αναπόδραστο τέλος της κοσμικής ζωής του, αλλά μία κραυγή υπενθύμισης και συνειδητοποίησης πως το «κτήνος» κατάπιε άδικα το σώμα, τη φωνή, τη μνήμη ενός ανθρώπου…
Το ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ διαβάζεται ως μία απόπειρα αντίστασης, ως μία επαναστατική πράξη αποκαθήλωσης της εξουσίας. Ο ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ επιχειρεί να καταγράψει με τρομακτική ακρίβεια τον τρόπο που οι κρατικοί μηχανισμού μετατρέπουν την πιθανότητα ενοχής, σε βεβαιότητα καταδίκης. Δεν χρειάζονται αποδείξεις. Αρκούν μερικές ενδείξεις. Αρκεί η ανάγκη της κοινής γνώμης για ασφάλεια. Αρκεί ένα μονάχα πρόσωπο για να ενσαρκώσει τον τρόμο και να κουβαλήσει στους ώμους του το βάρος της ενοχής, ώστε να κοιμηθούμε όλοι οι υπόλοιπο ήσυχοι το βράδυ.
Η γλώσσα του βιβλίου λιτή, εντελώς απογυμνωμένη, πειθαρχημένη πλήρως στους σκοπούς του συγγραφέα, λειτουργεί ως χειρουργικό εργαλείο που ανατέμνει βαθιά το σαθρό σώμα της δικαιοσύνης και των νόμων, δημιουργώντας ένα αμιγώς ρεαλιστικό μυθιστορηματικό πλαίσιο, όπου ο ήρωας του Ευσταθιάδη αποκτά καφκικές διαστάσεις. Το ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ είναι ένα κείμενο πολιτικό, ένα κείμενο που λειτουργεί ως μία πράξη αντίστασης, ένα κείμενο που κλονίζει συθέμελα την εμπιστοσύνη μας στην ουδετερότητα του κράτους δικαίου.
Το ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ δεν είναι απλώς ένα αστυνομικό ή δικαστικό μυθιστόρημα. Είναι ένα βιβλίο που ανατέμνει την ίδια την ιδέα του εγκλήματος, όχι ως πράξη, αλλά ως ένα πολιτισμικό και ηθικό γεγονός. Ο συγγραφέας επιλέγει έναν ιδιαίτερα απαιτητικό αφηγηματικό τόπο: το εσωτερικό της φυλακής, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, και από εκεί συνδιαλέγεται με τον αναγνώστη για τις ρωγμές που συναντά στο δικαστικό σύστημα, στον τρόπο που λειτουργεί η δικαιοσύνη, για τις παγίδες της μνήμης και την απελπισμένη ανάγκη της κοινής γνώμης, για αποκατάσταση της τάξης.
Τοποθετώντας τον εαυτό του στην ιστορία, όχι ως απλό παρατηρητή αλλά ως δρών υποκείμενο, ο συγγραφέας καταρρίπτει το τείχος μεταξύ της πραγματικότητας και της μυθιστορηματικής αφήγησης, ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί ανάμεσα στη μαρτυρία και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στην προσωπική εμπλοκή και τη δημοσιογραφική αποστασιοποίηση, υπογραμμίζοντας εύστοχα πως η αλήθεια δεν είναι ποτέ μονοσήμαντη!
Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκονται δύο εγκλήματα που συνέβησαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους, και τα οποία σταδιακά φανερώνονται σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Η κοινωνία που απαιτεί έναν ένοχο και η Δικαιοσύνη, που σε αντιδιαστολή του ονόματός της, συχνά τυφλώνεται από την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν είναι συμβατικοί ήρωες αλλά φορείς ηθικών και υπαρξιακών διλημμάτων. Ο κατάδικος, ο δημοσιογράφος, οι συγγενείς των θυμάτων: όλοι παλεύουν όχι μόνο με το παρελθόν αλλά και με την εύρεση της πραγματικής αλήθειας και την απόδοση της δικαιοσύνης.
Αυτό που καθιστά ωστόσο το μυθιστόρημα του ΜΙΝΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ πραγματικά σπουδαίο είναι η άρνησή του να καταλήξει σε εύκολες απαντήσεις. Αντιθέτως, ο αναγνώστης καλείται να αναλάβει έναν ρόλο που συνήθως του αρνείται η λογοτεχνία: όχι να ταυτιστεί, αλλά να κρίνει, να σταθεί απέναντι στο κείμενο προβληματισμένος, δυσφορώντας από αβεβαιότητα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η έννοια της «κοιλιάς του κτήνους» αποκτά πανανθρώπινη διάσταση: δεν είναι ένας τόπος, αλλά μια κατάσταση, είναι ο κόσμος μας, όταν χάνει τα σημεία προσανατολισμού του.
Το βιβλίο του Ευσταθιάδη δεν διαβάζεται αποκλειστικά για την πλοκή του, η οποία ωστόσο είναι προσεκτικά υφασμένη, ώστε να εξάπτει το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Διαβάζεται ως μία απόπειρα του συγγραφέα να ρίξει φως σε έναν κόσμο όπου οι έννοιες της δικαιοσύνης και της αλήθειας είναι ασαφείς και αμφίσημες.
Η «κοιλιά του κτήνους», ως μεταφορά, αποκαλύπτει ένα συστημικό κενό που πηγάζει από το ίδιο το δικαστικό σύστημα. Το σύστημα, αν και κατασκευασμένο για να υπηρετεί την αλήθεια και την απονομή δικαιοσύνης, καταλήγει συχνά να αναπαράγει τη βία. Κάθε σύλληψη, κάθε καταδίκη, κάθε επιβολή ποινής μπορεί να φαίνεται σαν μια ενέργεια διόρθωσης και αποκατάστασης της τάξης. Όμως, στο βάθος, αυτή η διαδικασία λειτουργεί σαν μια κλειστή μηχανή που καταναλώνει τις ίδιες τις αξίες της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς, ενισχύοντας ταυτόχρονα την καχυποψία, τη διαφθορά και την αβεβαιότητα.
Η κοινωνία αποτυπώνεται ως ένα τεράστιο και πολυδαίδαλο κτήνος, ένα σύστημα που ζητά συνεχώς την απονομή «δικαιοσύνης» , αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να την ολοκληρώσει με τρόπο που να αποκαθιστά την πραγματική ισότητα. Κάθε εγκληματίας είναι, τελικά, και θύμα του ίδιου του συστήματος. Δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα της παράβασης του νόμου, αλλά το προϊόν μιας κοινωνίας που έχει εξαντλήσει τη δυνατότητα κατανόησης της αλήθειας, παραχωρώντας τη θέση της στην ανάγκη για έναν εύκολο ένοχο.
Το έργο αναδεικνύει πώς η δικαιοσύνη, αντί να λειτουργεί ως αρετή ή φυσικός νόμος, όπως την αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, μετατρέπεται σε εργαλείο εξουσίας. Ο ήρωας του βιβλίου καταδικάζεται όχι βάσει αποδείξεων, αλλά ενδείξεων, υποδηλώνοντας μια κοινωνία που προτιμά την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα της τιμωρίας από την αναζήτηση της αλήθειας. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει μια τάση των σύγχρονων συστημάτων να επιλέγουν αποδιοπομπαίους τράγους για να διατηρήσουν την κοινωνική τάξη, παραμερίζοντας την ουσιαστική δικαιοσύνη.
Το κτήνος δεν περιορίζεται μόνο στο κρατικό σύστημα ή τη φυλακή, αλλά επεκτείνεται στην ίδια την κοινωνία που αποδέχεται και συντηρεί τέτοιους μηχανισμούς. Η κοινωνία που σιωπά, που αποδέχεται την καταδίκη χωρίς αποδείξεις, γίνεται συνένοχη. Το βιβλίο μας καλεί να αναλογιστούμε τη δική μας θέση: είμαστε απλώς παρατηρητές ή συμμετέχουμε ενεργά στη διατήρηση αυτής της κοιλιάς του κτήνους;
Εμείς, οι αναγνώστες, είμαστε μάρτυρες ή συνένοχοι;
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, δεν μας επιτρέπεται να μείνουμε απλοί παρατηρητές. Ο συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους με ένα ηθικό βάρος, πως αν διαβάσουμε το βιβλίο, αν το αφουγκραστούμε, αν κατανοήσουμε τους προβληματισμούς του συγγραφέα-αφηγητή αυτής της ιστορίας, τότε σίγουρα δεν μπορούμε πια να προσποιηθούμε άγνοια!
Ο συγγραφέας φέρνει στο φως μία αλήθεια που συχνά μας βολεύει να ξεχνάμε: πως κάθε σύστημα που τιμωρεί χωρίς απόδειξη, που φυλακίζει χωρίς ακρόαση, χρειάζεται για να λειτουργήσει όχι μόνο τους θεσμούς, αλλά και τη συναίνεση εκείνων που στέκονται απ’ έξω και δεν αντιδρούν, εκείνων που επιλέγουν να μην γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες, να μην εμπλέκονται, να εμπιστεύονται τυφλά και άκριτα μία απόφαση, γιατί είναι πάντα βολικό να υπάρχει κάποιος άλλος ένοχος.
Το βιβλίο του ΜΙΝΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ συνομιλεί και με μια ευρύτερη, φιλοσοφική προβληματική: ποια είναι η ευθύνη του πολίτη απέναντι στην αδικία; Είναι αρκετό να μην την προκαλεί, ή χρειάζεται ενεργή στάση απέναντί της; Ο συγγραφέας δεν απαντά ρητά, το αφήνει ανοιχτό, καθιστώντας τον αναγνώστη μέρος του ηθικού διλήμματος. Όσο διαβάζουμε αυτό το βιβλίο, συμμετέχουμε στη διαδικασία: είτε ως συμμέτοχοι στην αλήθεια, είτε ως συνένοχοι της αποσιώπησης.
Η «κοιλιά του κτήνους» λοιπόν δεν είναι μόνο η φυλακή, ούτε μόνο το κράτος, ή η εξουσία, είναι και το βλέμμα που αποστρέφεται, η κοινωνία που δεν ρωτά, ο πολίτης που σωπαίνει…
Ίσως γι’ αυτό ο αφηγητής δε φωνάζει. Γιατί ξέρει πως η πιο τρομακτική σιωπή δεν είναι η δική του, αλλά η δική μας!
