
ΤΟ ΤΣΙΜΠΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ του Ιρλανδού συγγραφέα Paul Murray είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα, που διάβασα φέτος. Τουλάχιστον, μέχρι στιγμής! Πρόκειται για ένα αμιγώς κοινωνικό μυθιστόρημα, που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του βραβείου Booker, για το 2023. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση της κυρίας Κλαίρης Παπαμιχαήλ.
Με φόντο μία μικρή, επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας, κατά την περιόδο μετά την οικονομική κρίση, ο Paul Murray στήνει τον μυθιστορηματικό του μικρόκοσμο, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η οικογένεια Μπαρνς, μία πρώην οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια, η οποία σταδιακά παρκαμάζει τόσο σε οικονομικό, όσο και σε ηθικό επίπεδο.
Ο Ντίκι, πρώην πετυχημένος έμπορος αυτοκινήτων, έχει παραταιθεί από κάθε προσπάθεια να σώσει την οικογενειακή επιχείρηση, που κληρονόμησε από τον δικό του πατέρα και βουλιάζει σε μία βαθιά, υπαρξιακή κρίση. Αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις οικογενειακές του υποχρεώσεις, αλλά και στον υπαρξιακό φόβο, που του έχει δημιουργηθεί για το τέλος του κόσμου, όντας κυριευμένος από μία οικολογική ενοχή, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να απελευθερωθεί από το σκοτεινό κι ανομολόγητο παρελθόν του.
Η σύζυγος του, η Ιμέλντα προσπαθεί με τη σειρά της να κρατήσει τα προσχήματα. Να διατηρήσει όρθιο το οικοδόμημα της οικογένεια τους. Μάταια. Η Ιμέλντα είναι μία γυναίκα παγιδευμένη στη θλίψη του παρελθόντος, μία γυναίκα στιγματισμένη από τον θάνατο του νεανικού της έρωτα, η οποία ζει καταπιεσμένη και προσκολλημένη στην υλή. Προσπαθεί κι αυτή με τη σειρά της να απαγκιστρωθεί από το ανείπωτο τραύμα του παρελθόντος της. Η ίδια βιώνει μία χαόδη, ψυχική κατάσταση, η οποία εύστοχα αποτυπώνεται από τον Ιρλαδνό συγγραφέα, καθώς τα κεφάλαια που την αφορούν είναι γραμμένα σε ελεύθερη, συνειδησιακή ροή, χωρίς σημεία στίξης.
Και τα δύο τους παιδιά, η Κας και ο ΠιΤζέι, τα οποία παλεύουν να μεγαλώσουν μέσα σε μία οικογένεια, αλλά και γενικότερα μέσα σε μία κοινωνία, που διαρκώς τους απογοητεύει. Η Κας είναι μία νεαρή γυναίκα, στο κατώφλι σχεδόν της ενηλικίωσης, η οποία παλεύει να ανακαλύψει τον εαυτό της, να συμφιλιωθεί μαζί του, αλλά και να βρει τον προσωπικό της χώρο στον έξω κόσμο. Σαρκαστική, ορθολογίστρια, η Κας προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια που βιώνει η οικογένεια της, με τις σπουδές της στο Δουβλίνο να αποτελούν τη μοναδική σανίδα σωτηρίας! Και τέλος, ο ΠιΤζέι, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, το οποίο βιώνει ένα ένα εντόνο οικολογικό άγχος, έχει εμμονή με το να διαβάζει για το τέλος του κόσμου, ένω επινοεί αρκετά συχνά φαντασιακούς κόσμους, που αποτελούν την απόδραση του από τη δυσλειτουργική του οικογένεια.
Ο Paul Murray εστιάζει τον συγγραφικό φακό του στην κατάρρευση της οικογένειας Μπαρνς, συνθέτοντας ταυτόχρονα μία αλληγορία για την οικονομική πτώση της Ιρλανδίας, καθώς και για το έντονο υπαρξιακό άγχος που πλήττει τον σύγχρονο, δυτικό κόσμο. Παράλληλα, η κρίση στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας δεν είναι μόνο υπαρξιακή, αλλά και υλική. Συγκεκριμένα, οικολογική. Πυρκαγιές, πλημμύρες, κατεστραμμένες φάρμες, ερείπια οικοδομών. Οι εικόνες αυτές συνθέτουν ένα διαβρωμένο τοπίο, σχεδόν μετα-αποκαλυπτικό, ένα τοπίο που διαρκώς παρακμάζει.
Τα μέλη της οικογένειας Μπαρνς τρέφονται με αυταπάτες, ενώ ο μοναδικός τρόπος φυγής τους αποτελεί η φαντασία. Αρνούνται την πραγματικότητα που βιώνουν και βρίσκουν παρηγοριά, αλλά και διαφυγή σε φαντασιακούς κόσμους, αλλά και πρόσωπα, που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Ο βιωμένος χρόνος της καθημερινότητας μετατρέπεται σε παγίδα. Τα μέλη της οικογένειας Μπαρνς εγκλωβίζονται. Μένουν στάσιμα, ζουν ένα παρόν που πλήττεται από τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Ο Murray δημιουργεί ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τη σταδιακή κατάρρευση της οικογένειας Μπαρνς, μέσα από την οπτική γωνία του κάθε μέλους, με το κείμενο να ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το παραμυθιακό στοιχείο, ανάμεσα στο χιούμορ και την τραγικότητα.
Η οικογένεια Μπαρνς αποτελεί τον βασικό καμβά του Ιρλανδού συγγραφέα, πάνω στον οποίο αποτυπώνει τη σταδιακή φθορά των σχέσεων του σημερινού ανθρώπου : το μοτίβο της αποστασιοποιημένης μητέρας, του παραιτημένου πατέρα, των παιδιών που κουβαλούν έναν ασήκωτο, εσωτερικό θυμό και χάνουν το δρόμο τους. Με την οικογενειακή ενότητα να διατηρείται μόνο ως μία απέλπιδα προσπάθεια προσποίησης, με τη κατάρρευση του οικογενειακού οικοδομήματος να είναι αναπόφευκτη.
Η επίπλαστη οικογενειακή ευτυχία της οικογένειας Μπαρνς χτίζεται επάνω σε όλα όσα δεν λέγονται, στις ένοχες του παρελθόντος, στα ανομολόγητα αισθήματα και τα μυστικά του παρελθόντος, που παραμένουν στο σκοτάδι. Η σιωπή εδώ λειτουργεί ενεργητικά, έχοντας κυρίως διαβρωτικό χαρακτήρα, όπως η υγρασία που αθόρυβα και σταδιακά καταστρέφει τα θεμελία ενός οικήματος. Ο Murray υπογραμμίζει μέσα από την κατάρρευση της οικογένειας Μπαρνς την υποκρισία των σύγχρονων, δυτικών κοινωνιών, αναδεικνύοντας την ευθραυστότητα των σημερινών οικογενειακών συστημάτων, όπου η κανονικότητα είναι αμιγώς επιφανειακή, με τον φόβο, την ενοχή, αλλά και την καταπίεση να αποτελούν τα θεμελία κάθε οικογενειακού οικοδομήματος.
Παράλληλα, ο Murray μέσα από την ιστορία της οικογένειας Μπαρνς μιλά για το τραύμα και την ενοχή ως διαγενεακή κληρονιά. Ο Ντίκι κουβαλά την ενοχή της οικογενειακής πτώσης, η Ιμέλντα παγιδευμένη στις τραυματικές, μνήμες του παρελθόντος και τα παιδιά τους να βιώνουν το υπαρξιακό βάρος όλων εκείνων, που οι γονείς τους αρνήνθηκαν να αντιμετωπίσουν. Έτσι, ο συγγραφέας υπογραμμίζει πως το τραύμα του παρελθόντος δεν χάνετα, αλλά μεταβιβάζεται διαγενεακά.
Τέλος, μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο και στην κλιματική κρίση, η οποία θα λέγαμε πως περνάει με υπόγειο τρόπο στην αφηγήση του Murray, κυρίως μέσα από το άγχος που βιώνει ο ΠιΤζέι. Η κρίση που περιγράφεται είναι μεγάλη, είναι σημαντική, είναι μία μορφή εξωτερικής αποσύνθεσης, η οποία ωστόσο καθρεφτίζει την εσωτερική και υπαρξιακή τους κατάρρευση. Ο κόσμος γύρω τους τελειώνει, κι αυτοί ακόμη εθελοτυφλούν. Προσποιούνται πως τίποτα δεν συμβαίνει.
Μεγάλο ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα του Murray παρουσιάζει και το φινάλε, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το έχει δομήσει. Ο συγγραφέας φαίνεται σαν να επιστρέφει στην αρχή του μυθιστορήματος, κάνοντας χρήση μίας θα λέγαμε κυκλικής αφήγησης, όπου τα πρόσωπα της ιστορίας βρίσκονται και πάλι αντιμέτωπα με εκείνα τα θεμελιώδη, υπαρξιακά ερωτήματα, που προσπαθούν απελπισμένα να αποφύγουν:
–Τι σημαίνει να αγαπάς;
–Ποιο είναι το καθήκον σου απέναντι στον άλλον;
– Τι σημαίνει να είσαι πατέρας, μητέρα, παιδί;
– Μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου;
Ερωτήματα αναπάντητα. Ερωτήματα που τους βαραίνουν. Ερωτήματα που τους κατατρώγουν. Το τέλος έρχεται. Οι ήρωες του Murray στέκονται γυμνοί μπροστά από τον καθρέφτη της συνείδησης τους και αντικρίζουν τον πραγματικό τους εαυτό. Το τέλος είναι εκεί. Όχι απαραίτητα με τη μορφή του θανάτου. Το επιμελώς κατασκευασμένο οικοδόμημα της οικογένειας Μπαρνς δεν αντεχεί πια στο φως. Πέφτει. Διαλύεται. Η στιγμή της συνειδητοποίησης πως ό,τι προσποιήθηκες πως είσαι όλα αυτά τα χρόνια, κουβαλά ένα ασήκωτο υπαρξιακό βάρος.
Κι εκείνοι δυσκολεύονται να το κουβαλήσουν άλλο. Οι ανομολόγητες αλήθειες και τα κατά συνθήκη ψέματα, δεν επαρκούν πια για να τους κρατήσουν ζωντανούς. Και τότε είναι που το «αν τελικά ζουν ή πεθαίνουν» παύει να έχει πια σημασία, καθώς έζησαν μία ολόκληρη ζωή, όντας ήδη νεκροί. Υπαρξιακά νεκροί.