« […] δεν έχει σημασία πόσο αγαπάς έναν άνθρωπο, όταν τον παρακολουθείς καιρό και με αρκετή ακρίβεια, και λες μέσα σου τι βλέπεις, ο άνθρωπος θα εξαφανιστεί πίσω από τις λέξεις που κατασκευάζεις γι’ αυτόν.»
Δύο ετεροθαλή αδέρφια συναντιούνται ένα χιονισμένο βράδυ στους παγωμένους δρόμους του Μόναχο. Μία ατέρμονη περιπλάνηση στα μπαρ της πόλης. Πολλές μπύρες, άπειρα τσιγάρα κι ανομολόγητες σκέψεις που έρχονται στην επιφάνεια, αφού οι αντιστάσεις έχουνε πια πνιγεί στο ατελείωτο αλκοόλ.
Κι ένας θάνατος αμετάκλητος, που το βαρύ φορτίο του τσακίζει εκείνους που έμειναν πίσω. Ο μικρός αδερφός είναι αυτός που μένει πίσω. Αυτός που πρέπει να διαχειριστεί και να μεταβολήσει το τετελεσμένο γεγονός του θανάτου.
Ο θάνατος του μεγαλύτερου αδερφού, ενός ανθρώπου υπαρξιακά ανήσυχου και ιδιαίτερα ευαίσθητου, που βρίσκει απάγκιο στο αλκοόλ και στο μούδιασμα που αυτό προσφέρει στη σκέψη, γίνεται η μέγγενη που τον συνθλίβει καθημερινά.
Απελπισμένος επιδίδεται σε έναν παραληρηματικό μονόλογο, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να έρθει λιγάκι πιο κοντά στον χαμένο του αδερφό, ανασυνθέτοντας τον μέσα από τις τελευταίες τους κοινές αναμνήσεις.
Ένας μονόλογος ασθματικός, χωρίς πολλά σημεία στίξης και εμφανείς παραγράφους. Ένα κείμενο που λέξη τη λέξη, μετατρέπεται σε μία εκκωφαντική κραυγή υπαρξιακής αγωνίας για την ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής, για την καλοσύνη που κατακρεουργείται καθημερινά, για τον φόβο του αναπόφευκτου τέλους.
Το κείμενο τρέχει, δεν υπάρχει άλλωστε χρόνος ούτε για μία ανάσα. Ο μικρότερος αδερφός πρέπει να προλάβει! Πρέπει να συλλέξει τα θραύσματα της μνήμης, πριν αυτά πνιγούν στη λήθη.
Κι ύστερα να τα κολλήσει όπως-όπως πριν κι η δική του ζωή σωθεί, για να καταφέρει μέσα από αυτά να κατανοήσει τον ετεροθαλή αδερφό του.
Να έρθει επιτέλους πιο κοντά του. Έστω και τώρα. Έστω και τόσο αργά. Έστω κι αν η σκληρότητα της ζωής τον έχει ήδη αφανίσει.
Η αναζήτηση της τρυφερότητας είναι ίσως η τελευταία του ελπίδα!