Η Ιρλανδία είναι μία χώρα, που έχει αφήσει το δικό της ξεχωριστό αποτύπωμα στο διεθνή λογοτεχνικό χάρτη. Συγγραφείς όπως ο Μπραμ Στόκερ γνωστός για το μυθιστόρημα του «Δράκουλας», ο Σάμιουελ Μπέκετ με τον αινιγματικό, πολύσημο, θεατρικό του κόσμο, ο Όσκαρ Ουάιλντ, καθώς φυσικά και ο Τζέις Τζόις ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα με το μυθιστόρημα του «Οδυσσέας» να παραμένει μία από τις μεγαλύτερες αναγνωστικές προκλήσεις για κάθε βιβλιόφιλο μέχρι και σήμερα, είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς σε παγκόσμιο επίπεδο, που διαβάζονται διαχρονικά.
Η Ιρλανδία είναι μία χώρα η λογοτεχνική παράδοση της οποίας συνεχίζει και στις μέρες μας, με τη λογοτεχνική σκυτάλη να έχει περάσει στα χέρια συγγραφέων όπως ο Σεμπάστιαν Μπάρι, ο Τζον Μπάνβιλ, ο Κολμ Τομπίν, η Αν Ενράιτ. Σίγουρα ανάμεσα σε αυτούς τους συγγραφείς θα προστεθεί και το όνομα του Πολ Λιντς (Paul Lynch), ο οποίος με το μυθιστόρημα του «Το τραγούδι του προφήτη» κατάφερε να διακριθεί, κερδίζοντας ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία, το βραβείο «Booker» για το 2023.
Το μυθιστόρημα του Λιντς κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, στη σειρά «Aldina» των εκδόσεων Gutenberg, σε μετάφραση του Άγγελου Αγγελίδη και της Μαρίας Αγγελίδου. Πρόκειται για μία μυθιστορηματική δυστοπία, για ένα πολιτικό θρίλερ, που διαβάζεται ασθματικά, με τον αφοπλισμένο αναγνώστη να προσπαθεί να ξεφύγει από τις τρομακτικές αλήθειες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος μέσα από τις σελίδες του Λιντς.
Όλα ξεκινούν ένα βράδυ, όταν δύο αξιωματικοί της αστυνομίας χτυπούν απροειδοποίητα την πόρτα του σπιτιού της Άιλις, όπου κατοικεί με τον σύζυγο και τα τέσσερα τους παιδιά. Οι αστυνομικοί αναζητούν τον σύζυγο της, ο οποίος τυχαίνει να απουσιάζει εκείνη την ώρα από το σπίτι. Το ξαφνικό αυτό χτύπημα της πόρτας γίνεται ο προάγγελος μίας αναπόφευκτης πορείας, με ένα προδιαγεγραμμένο τέλος-προορισμός.
Ο σύζυγος της, ο Λάρι, επιστρέφει. Εκείνη ταραγμένη αναφέρεται στην επίσκεψη των αστυνομικών, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει ανοιχτά τις ανησυχίες της για την ενεργή συνδικαλιστική του δράση σε όσα συμβαίνουν και αφορούν τον κλάδο των εκπαιδευτικών, η οποία αποφέρει και τον στιγματισμό του σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Ο Λάρι παρόλα αυτά προσπαθεί να κατευνάσει τους φόβους της Άιλις. Άδικος κόπος. Η σκληρή πραγματικότητα έρχεται για να διαψεύσει κάθε ισχυρισμό του Λάρι. Οι εξελίξεις είναι σαρωτικές. Ο μέχρι πρότινος αόρατος κίνδυνος αποκτά υλική υπόσταση. Ο Λάρι επισκέπτεται τελικά το αστυνομικό τμήμα. Αυτή είναι και η τελευταία φορά, που τον βλέπει η σύζυγος του.
Η Άιλις μένει πίσω. Μόνη. Εντελώς μόνη. Καλείται να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά της και τον άρρωστο, ηλικιωμένο πατέρα της, ενώ ταυτόχρονα έχει μόλις επιστρέψει στη δουλειά της, ύστερα από άδεια εγκυμοσύνης. Τον πρώτο καιρό, η Άιλις εθελοτυφλεί. Τρέχει να προλάβει τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, αγνοώντας τα όσα συμβαίνουν γύρω της, καθώς ενδόμυχα τρέφει τη μάταια ελπίδα πως ο σύζυγος της θα επιστρέψει, κι όλα θα συνεχίσουν να κυλούν ομαλά.
Η μέγγενη ωστόσο της δικτατορικής κυβέρνησης γίνεται όλο και πιο καταπιεστική, όλο και πιο ανυπόφορη. Η απατηλή πραγματικότητα που έχει οικοδομήσει η Άιλις γκρεμίζεται συθέμελα. Ο φόβος γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας της. Η αμφιβολία μετατρέπεται σε αγκάθι που μπήγεται βαθιά μέσα στον πυρήνα της ύπαρξης της και ματώνει συνεχώς. Ο τρόμος για το τι πρόκειται να συμβεί την κάθε στιγμή γίνεται ένα ανυπέρβλητο βάρος, το οποίο καλείται να σηκώσει.
Θα καταφέρει άραγε να επιβιώσει;
Θα καταφέρει να προστατέψει τα παιδιά της;
Μήπως έπρεπε να είχε φύγει, όσο ήταν ακόμη καιρός;
Με αυτά τα ερωτήματα θα έρθει αντιμέτωπος ο αναγνώστης διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο με τρόπο ασθματικό, αφού ο Lynch επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του, κάνοντας χρήση μεγάλων προτάσεων, με τα σημεία στίξης συχνά να απουσιάζουν και τους διαλόγους των χαρακτήρων να αποτελούν αναπόσπαστο και μία διακριτό κομμάτι του βασικού σώματος του κειμένου. Το γεγονός αυτό λειτουργεί με τέτοιο τρόπο, που το κείμενο γραπώνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες τον αναγνώστη, τον αιχμαλωτίζει ανάμεσα στις λέξεις του και δεν τον αφήνει να πάρει καθόλου ανάσα, παρά μόνο στο τέλος. Έτσι, διαβάζοντας κάποιος το μυθιστόρημα του Lynch, αυτό το χειμαρρώδες κείμενο, αισθάνεται μία έντονη δυσφορία. Αισθάνεται μία διαρκή ενόχληση, με την πνιγηρή και ταυτόχρονα σκοτεινή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας, να του προξενεί ένα μούδιασμα, ένα σφίξιμο, ένα πλάκωμα στο στήθος, εμποδίζοντας τον να πάρει ανάσα. Ο μόνος τρόπος για να ανακουφίσει αυτή τη δυσφορία, είναι να αφεθεί στη δίνη του κειμένου, να παλέψει με τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του γεννούνται διαρκώς, να καταφέρει να τα μεταβολήσει, ώστε φτάσει στο τέλος της διαδρομής.
Ο Lynch οικοδομεί μία εφιαλτική μυθιστορηματική πραγματικότητα, η οποία δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια χρονικά. Η ιστορία του θα μπορούσε να διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή στην Ιρλανδία, θα μπορούσε όμως να συμβεί και αύριο, καθώς και στο εγγύς μέλλον. Το ασαφές ως προς τον προσδιορισμό χρονικό, μυθιστορηματικό πλαίσιο, προσδίδει στο έργο του Ιρλανδού συγγραφέα διαχρονικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα προξενεί ένα ατόφιο συναίσθημα τρόμου, γιατί γίνεται σαφές πως καθετί από όσα περιγράφονται δύναται να συμβεί, με τον εφιάλτη να απέχει μία ανάσα από την πραγματικότητα.
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Ιρλανδού συγγραφέα, αυτό που εντυπωσιάζει και δημιουργεί ένα έξτρα ενδιαφέρον θα έλεγε κανείς, είναι η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στην εκπληκτικής ομορφιάς εικονοποιία του συγγραφέα και στην εφιαλτική μυθιστορηματική πραγματικότητα, με την ομορφιά και το φως των λέξεων να έρχονται σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τον ζόφο και τη σκληρότητα όσων συμβαίνουν εντός του μυθιστορηματικού αυτού μικρόκοσμου.
Στον μικρόκοσμο του Lynch επικρατεί μία ασάφεια ως προς τη δικτατορική κυβέρνηση, η οποία συγκεντρώνει στα χέρια της όλη την εξουσιαστική δύναμη και καταλύει κάθε δημοκρατικό δικαίωμα θεσπίζοντας και θέτοντας σε εφαρμογή νόμους, οι οποίοι εξυπηρετούν τη λειτουργία της. Δεν γνωρίζουμε το πως και το γιατί ανέβηκε στην εξουσία αυτό το δικτατορικό καθεστώς, αλλά ούτε και την ταυτότητα αυτών που το απαρτίζουν. Δεν είναι σκοπός του Lynch να ασκήσει πολιτική κριτική, αλλά ούτε και να εξετάσει σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο την αιτιοκρατική σχέση ανάμεσα στη δικτατορική κυβέρνηση και την μυθιστορηματικό του μικρόκοσμο. Αντίθετα, ο Lynch μέσα από την ιστορία της Άιλις αναδεικνύει την ευθραυστότητά της κοινωνικής φούσκας που έχουμε κατασκευάσει και ζούμε εντός της με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σταθερότητας. Μία φούσκα ωστόσο που μπορεί να σπάσει οποιαδήποτε στιγμή και να μας αφήσει εντελώς απροστάτευτους στους κινδύνους που προξενεί η κατάλυση της δημοκρατίας.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν, το μυθιστόρημα του Paul Lynch είναι ένα εντυπωσιακό έργο, έργο τολμηρό, τρομακτικό, αλλά και βαθιά ανθρώπινο ταυτόχρονα, η ανάγνωση του οποίου δεν θα αφήσει σίγουρα αλώβητο κανέναν αναγνώστη!