Σήμερα ανακοινώθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία ότι το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στην ΧΑΝ ΓΚΑΝΓΚ από τη Νότια Κορέα, για την έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής, όπως αναφέρει η Σουηδική Ακαδημία στην ανακοίνωση της. Το παράκατω κείμενο αποτελεί την αναγνωστική μου ματιά, για το μυθιστόρημα Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ, που είχε δημοσιευτεί αρχικά στο Envivlio.com, στις 19 Ιουνίου το 2020.
Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο:
Η Χαν Γκανγκ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της Νότιας Κορέας. Με αρκετά συγγραφικά έργα στο ενεργητικό της, η Γκανγκ έγινε ευρέως γνωστή, ιδιαίτερα στον δυτικό κόσμο, με το μυθιστόρημα της Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ, η αγγλική μετάφραση του οποίου της χάρισε το Διεθνές Βραβείο Booker.
Στην χώρα μας, το μυθιστόρημα αυτό κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη. Πρόκειται για ένα ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα, 191 μόλις σελίδων, ένα μυθιστόρημα αλλόκοτο, που διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ένα μυθιστόρημα αρκετά λυρικό, που ακροβατεί μεταξύ του ρεαλιστικού κόσμου κι ενός κόσμου ονειρικού.
Το μυθιστόρημα διαιρείται σε τρία μέρη, στο καθένα από τα οποία η συγγραφέας εναλλάσσει το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία της, στην οποία πρωταγωνιστεί η ΓιόνγκΧιε. Τα τρία αυτά μέρη είναι τα: Η χορτοφάγος, Η μογγολική κηλίδα, και Δέντρα στις φλόγες.
Στο πρώτο μέρος, αφηγητής της ιστορίας είναι ο σύζυγος της ΓιόνγκΧιε, η βαλτωμένη καθημερινότητα του οποίου ανατρέπεται από τη μία στιγμή στην άλλη, με την απόφαση της γυναίκας του να σταματήσει να τρέφεται με κρέας. Το γεγονός αυτό, θα τον παραξενέψει και θα του δημιουργήσει μία πληθώρα αναπάντητων ερωτημάτων, αναφορικά με την επιλογή της γυναίκας του. Η ΓιόνγκΧιε μέρα με τη μέρα, θα αρχίσει να χάνει βάρος, φτάνοντας στο σημείο να μετατραπεί στη σκιά του αλλοτινού εαυτού της, μία σκιά που κολυμπά εκούσια στη σιωπή. Τόσο ο σύζυγος, όσο και τα μέλη της οικογένεια της, γονείς και αδέλφια, θα προσπαθήσουν να τη μεταπείσουν. Προσπάθειες ωστόσο που θα αποτύχουν.
Η ΓιόνγκΧιε εμμένει στην επιλογή της, αντικρούοντας κάθε τους επιχείρημα, έχοντας ως δικαιολογία τα όνειρα ή καλύτερα τους ζωντανούς εφιάλτες που την ταλαιπωρούν και καθoρίζουν τον διατροφικό της προσανατολισμό. Τα ιδιόμορφα αυτά όνειρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρωταγωνιστούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου, δίνοντας του μία ονειρική διάσταση, η οποία συνάδει με τα καφκικά πρότυπα αφού διέπονται όχι από μία ελλειπτικότητα, αλλά και από μία άλλοτε σκοτεινή και άλλοτε γκροτέσκα διάθεση.
Η σκηνή η οποία αποτελεί την κορύφωση του πρώτου μέρους και ίσως του βιβλίου στο σύνολό του -σκηνή η οποία χαράχτηκε παντοτινά εντός μου- είναι αυτή που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου, όπου η ΓιόνγκΧιε ακινητοποιείται από μέλη της οικογένειας της, τα οποία την εξαναγκάζουν να γευτεί ένα κομμάτι κρέας. Σκηνή αρκετά σκληρή, που μου έφερε στο μυαλό τη σκηνή του βιασμού, από το βιβλίο «Η ιστορία της θεραπαινίδος» της Μάργκαρετ Άτγουντ.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, την αφηγηματική σκυτάλη αναλαμβάνει ο άντρας της αδερφής της ΓιόνγκΧιε, ο οποίος την περίοδο που τον συναντάμε βιώνει ένα καλλιτεχνικό τέλμα. Ο αφηγητής δείχνει να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις που αφορούν τη ζωή της ΓιόνγκΧιε, ενώ η αποκάλυψη πως εκείνη διαθέτει ακόμη τη μογγολική κηλίδα, ένα δερματικό, εκ γενετής σημάδι, δημιουργεί μία ανεξήγητη σαρκική έλξη, μία άκρατη ορμή, που γεννά παράφορο πάθος, αλλά και ερωτικές φαντασιώσεις, οι οποίες τελικά πυροδοτούν την καλλιτεχνική έμπνευση του ήρωα.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, το πιο γήινο και ρεαλιστικό κομμάτι του, η αδερφή της ΓιόνγκΧιε καλείται να οδηγήσει την αφήγηση της ιστορίας στο τέλος της. Η κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί πια η πρωταγωνίστρια είναι αδιέξοδη και μη αναστρέψιμη. Η ζωή της κρέμεται κυριολεκτικά από μία κλωστή, παρότι αρνείται σθεναρά τη λήψη φαγητού, παραμένοντας προσηλωμένη στον στόχο της, που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη λίγο πριν το τέλος. Η επιλογή της χορτοφαγικής διατροφής στην αρχή, και στη συνέχεια η πόση μονάχα νερού, δικαιολογούνται από τον ισχυρισμό της ηρωίδας, η οποία θέλει να μετατραπεί σε δέντρο, το οποίο για να επιβιώσει χρειάζεται μόνο νερό και ήλιο.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η συγγραφέας δημιουργεί μία ιδιαίτερη ηρωίδα, ο οποία πρωταγωνιστεί στις σελίδες του βιβλίου μέσα από την εκκωφαντική σιωπή της. Πρόκειται για μία ηρωίδα αινιγματική και ελλειπτική, η οποία παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό μέσα απ’ τις αφηγήσεις προσώπων που την περιστοιχίζουν, γεγονός που δημιουργεί μία μικρή αδυναμία στην πλήρη κατανόηση του χαρακτήρα της κάτι που έχει όμως και τη γοητεία του. Κι αυτό γιατί δημιουργείται μία έλλειψη και μία αμφισημία, η οποία με τη σειρά της δημιουργεί πολυάριθμες ερμηνείες για την ηρωίδα, και γενικότερα για το βιβλίο.
Καθένα από τα τρία μέρη του βιβλίου, έχει στο επίκεντρο του διαφορετική θεματολογία, η οποία συνειρμικά οδηγεί σε ποικίλες σκέψεις. Για παράδειγμα, στο πρώτο μέρος του βιβλίου που πρωταγωνιστούν τα όνειρα της ΓιόνγκΧιε, θα λέγαμε ότι αναφέρεται στο υποσυνείδητο και κατά πόσο αυτό μας καθορίζει. Στο δεύτερο μέρος που διέπεται από έναν νοσηρό ερωτισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ασχολείται με τα πρωτόγονα ένστικτα και πάθη που καταδυναστεύουν τους ανθρώπους και καθοδηγούν τις πράξεις του. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου, η καθ’ όλα ρεαλιστική προσέγγιση της Χαν Γκανγκ έρχεται να απομυθοποιήσει και να αποδυναμώσει την ισχύ του ονειρικού στοιχείου, που συναντάμε στα προηγούμενα μέρη -κυρίως στο πρώτο- μέσα από την επιστήμη της ψυχιατρικής, καθορίζοντας την πορεία που ακολουθεί η ιστορία του βιβλίου.
Ολοκληρώνοντας, η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ είναι ένα μυθιστόρημα που ενέχει πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες. Προσωπικά, θα τολμούσα να πω ότι είναι ένα μυθιστόρημα που μέσα απ’ την νοσηρή κατάσταση που παρουσιάζει, θέλει να μιλήσει για όλα εκείνα τα ανείπωτα και καταπιεσμένα, όνειρα, σκέψεις, επιθυμίες και πάθη, που ο καθένας από εμάς κρύβει μέσα του.