Ο Cormac McCarthy είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς της Αμερικής. Πέθανε στις 13 Ιουνίου το 2023. Είναι από τους πιο δημοφιλείς Αμερικανούς συγγραφείς στη χώρα μας, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, από τότε δηλαδή που το συγγραφικό του έργο εντάχθηκε στη σειρά ALDINA των εκδόσεων Gutenberg, με αφορμή την κυκλοφορία της τελευταίας του διλογίας, που απαρτίζεται από τα μυθιστορήματα «Ο επιβάτης» και «Stella Maris». Στη συνέχεια οι εκδόσεις Gutenberg ανέλαβαν να μεταφράσουν εκ νέου το συγγραφικό του έργο, ενέργεια η οποία θεωρώ πως εκτόξευσε τη δημοφιλία του Αμερικανού συγγραφέα, γνωρίζοντας τον και σε νεότερες γενιές αναγνωστών!
Πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 2024, κυκλοφόρησε σε μετάφραση του κυρίου Γιώργου Κυριαζή το βραβευμένο με PULITZER για το 2007 μυθιστόρημα του Cormac McCarthy «Ο δρόμος», το οποίο παλαιότερα είχε βγει από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση του κύριου Αύγουστου Κορτώ. Πρόκειται ίσως για το πιο ανθρώπινο, το πιο τρυφερό, παρά το σκοτάδι και τη σκληρότητα που το διακατέχουν παράλληλα, μυθιστόρημα του McCarthy. Προσωπικά είναι το πιο αγαπημένο μου από τα βιβλία του McCarthy και ειλικρινά ανυπομονούσα να επανακυκλοφορήσει, κι αυτό γιατί ο κύριος Κυριαζής δεν παρέδωσε απλά μία διεκπεραιωτική μετάφραση, αλλά αντίθετα έχει μελετήσει σε βάθος τον Αμερικανό συγγραφέα τον οποίο έχει αναλάβει να μεταφράσει εκ νέου, σχεδόν εξ’ ολοκλήρου, γεγονός που έχει σαν συνέπεια να τον αποδίδει εκπληκτικά στη γλώσσα μας!
Ο ΔΡΟΜΟΣ είναι ένα άχρονο, μετά-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα, που διαδραματίζεται στις κατεστραμμένες Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου οι αναγνώστες θα συναντήσουμε δύο ανώνυμους χαρακτήρες, έναν άντρα και ένα αγόρι, οι οποίοι ταξιδεύουν με δυο σακίδια και ένα μεταλλικό καρότσι του σούπερ μάρκετ προς το Νότο, με σκοπό να φτάσουν στην ακτή.
Ο άντρας και το αγόρι ταξιδεύουν πεζή, περνώντας μέσα από δάση, έρημους δρόμους, εγκαταλειμμένες πόλεις και σπίτια φαντάσματα. Ερημιά και εγκατάλειψη παντού γύρω. Όλα, ό,τι έχει απομείνει δηλαδή από έναν παρελθοντικό και αλλοτινά γνώριμο κόσμο, έχει πια αφεθεί στην αναπόδραστη φθορά. Εκτάσεις καμένες, στάχτες αιωρούνται στην γκρίζα ατμόσφαιρα, απανθρακωμένα πτώματα, άνθρωποι παλουκωμένοι στους δρόμους, σπίτια και καταστήματα λεηλατημένα. Δεν υπάρχει ζωή πια σε τούτο τον κόσμο. Μονάχα θάνατος.
Ο άντρας και το αγόρι ταξιδεύουν μόνοι. Προσπαθούν να παραμείνουν ζωντανοί ξεγελώντας την πείνα τους με ληγμένες κονσέρβες και σούπες με νερό. Τυλιγμένοι σε κουβέρτες και μουσαμάδες, επιχειρούν να καταπολεμήσουν το κρύο ανάβοντας φωτιές με τα ελάχιστα ξύλα που βρίσκουν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να παραμείνουν αθέατοι στους υποψήφιους κινδύνους που καραδοκούν. Ο άντρας κουβαλά μαζί του ένα πιστόλι και δύο μόνο σφαίρες, που τις φυλάει όχι μόνο για την περίπτωση που κληθεί να αμυνθεί για να προστατέψει το αγόρι, αλλά και για εκείνη την περίπτωση που η κατάσταση γίνει απελπιστική και οδηγηθεί σε τέλμα, με τον θάνατο που προσφέρει η αυτοκτονία, να φαντάζει ως η μοναδική πια διέξοδος.
Ο άντρας και το αγόρι ταξιδεύουν, προσπαθώντας να κρατήσουν τη φλόγα ζωντανή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν σε μερικές συζητήσεις μεταξύ τους, οι δύο ανώνυμοι χαρακτήρες του McCarthy. Προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη φλόγα και κατ’ επέκταση την ελπίδα για ζωή, αψηφώντας την αναπόδραστη φθορά που είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τον θάνατο, που κυριαρχεί παντού γύρω, παραμένοντας πιστοί στον ηθικό και αξιακό τους κώδικα, διατηρώντας ανέπαφη την ανθρωπιά τους, παρά τη βαναυσότητα που επικρατεί στον τωρινό κόσμο, έναν κόσμο όπου οι ελάχιστοι επιζώντες δε διστάζουν να τραφούν μέχρι και με ανθρώπινη σάρκα αν χρειαστεί, για να επιβιώσουν.
Ο ΔΡΟΜΟΣ του Cormac McCarthy μπορεί να είναι ένα μετά-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα σκληρό και απάνθρωπο σε πρώτο επίπεδο, παρόλα αυτά πιστεύω πως έχουμε να κάνουμε με το πιο τρυφερό, το πιο συγκινητικό κι ανθρώπινο, το πιο ελπιδοφόρο έργο της συγγραφικής του πορείας! Είναι αλήθεια πως στο μεγαλύτερό μέρος του βιβλίου επικρατεί η φθορά, η εγκατάλειψη, ο θάνατος, η βαναυσότητα της ίδιας της ζωής, όμως υπάρχουν και εκείνα τα ελάχιστα φωτεινά ψήγματα μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου, καταστάσεις που φαντάζουν σχεδόν φυσιολογικές, αν δεν αναλογιστούμε τον τόπο που διαδραματίζονται όπως τότε που οι δύο ήρωες του βιβλίου βρίσκουν ένα ανέπαφο κουτάκι αναψυκτικού και ο άνδρας το δίνει με ανιδιοτέλεια στο αγόρι, για να του δείξει κάτι από τον προηγούμενο τους κόσμο, αλλά και όταν οι δυο τους κολυμπούν σε έναν καταρράκτη και ο άντρας με αμέριστη φροντίδα διδάσκει στο αγόρι πως να επιπλέει, παραμένοντας ανάσκελα επάνω στο νερό. Σκηνή τόσο τρυφερή, τόσο τραγικά φυσιολογική, που αναμοχλεύει μνήμες μιας παρελθοντικής ζωής, που πέρασε αμετάκλητα.
Για άλλη μία φορά συναντάμε τα γνώριμα δίπολα ανάμεσα στο καλό και το κακό, στο φως και στο σκοτάδι, που διέπουν το συγγραφικό έργο του Cormac McCarthy. Παρατηρούμε πως οι δύο ανώνυμοι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες του συγγραφέα προσπαθούν να διατηρήσουν άσβεστη τη φλόγα, στην προσπάθεια τους να παραμείνουν από την πλευρά των καλών. Προσπαθούν να επιβιώσουν ακολουθώντας τον αξιακό τους κώδικα, χωρίς να σκοτώσουν άλλους επιζώντες, ή να τραφούν με την ανθρώπινη σάρκα των ανυπεράσπιστων. Ίσως αποκλίνουν κάποιες στιγμές, ίσως οι περιστάσεις τους ανάγκασαν να πλησιάσουν το κακό, αλλά μόνο για λίγο, μόνο όταν απειλήθηκε η ζωή τους, αναδεικνύοντας έτσι ο McCarthy μέσα από αυτές τις καταστάσεις, πως δεν υπάρχει μόνο το μαύρο ή μόνο το άσπρο στην ανθρώπινη ύπαρξη, μόνο δηλαδή το καλό ή το κακό, αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο γκρίζο φάσμα που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους. Υπάρχουν επομένως και οι κατά συνθήκη κακοί, αυτοί που θα χρειαστεί να δώσουν μία μεγάλη εσωτερική μάχη, να κονταροχτυπηθούν με τις αξίες τους, για να προβούν σε μία κακή ενέργεια, υπηρετώντας ωστόσο έναν ύψιστο σκοπό, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η διατήρηση της ζωής, αλλά και της ελπίδας πως τίποτα δεν έχει χαθεί, πως φτάνοντας στο Νότο και συγκεκριμένα στην ακτή, ίσως κάτι να υπάρχει ακόμη ζωντανό!
Ο McCarthy δημιουργεί ένα μυθιστόρημα, που παρότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνουν και πολλά, μιας και σου δημιουργείται η αίσθηση πως οι μέρες που βιώνουν οι ήρωες και μαζί τους κι εσύ είναι ίδιες και επαναλαμβανόμενες, αίσθηση η οποία είναι ιδιαίτερα έντονη στο πρώτο τουλάχιστον μισό του βιβλίου, καταφέρνει να σε αιχμαλωτίσει και να σε κάνει να το διαβάζεις με κομμένη την ανάσα, θέλοντας να ανακαλύψεις πια θα είναι τελικά η τύχη των δύο ανώνυμων ηρώων, του άντρα και του αγοριού. Η αίσθηση αυτής της περιοδικότητας δημιουργεί στον αναγνώστη μία δυσφορία, η οποία είναι διάχυτη στο βιβλίο, δυσφορία που οδηγεί στη δημιουργία μίας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, από την οποία ούτε και ο αναγνώστης καταφέρνει να ξεφύγει. Εγκλωβισμένος μαζί με τους δύο ήρωες σε μία επαναλαμβανόμενη κατάσταση, ο αναγνώστης καρδιοχτυπά και μόνο με τη σκέψη των κινδύνων που ελλοχεύουν στην επόμενη στροφή του ερημικού δρόμου!
Ο Cormac McCarthy με περισσή συγγραφική οικονομία καταφέρνει μέσα από το περιεκτικό του μυθιστόρημα, να δημιουργήσει δύο ολοκληρωμένους χαρακτήρες, να τους προσεγγίσει με αμιγώς ρεαλιστικό τρόπο και φυσικά να τους ψυχαναλύσει σε βάθος, αποδίδοντας εύστοχα τις αντιδράσεις τους, τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους. Ο άντρας και το αγόρι θα έρθουν αντιμέτωποι με τον φόβο, το κρύο, την πείνα, την απειλή και τον κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή. Θα κληθούν να σηκώσουν στους ώμους τους το ασήκωτο βάρος της ελπίδας πώς κάτι υπάρχει παρακάτω, αρκεί να καταφέρουν να διασχίσουν τον δρόμο!
Διαβάζοντας για 2η φόρα στην αναγνωστική πορεία τον ΔΡΟΜΟ του Cormac McCarthy, τα συναισθήματα και η συγκίνηση που μου προξενεί η ανάγνωση του, παραμένουν ανεξίτηλα και το ίδιο έντονα, όπως και την 1η φορά! Δεν το κρύβω πως πολλοί από τους διαλόγους μεταξύ του άντρα και του αγοριού, παρότι διέπονται από εκφραστική οικονομία, κατάφεραν όχι μόνο να μου φέρουν δάκρυα στα μάτια, αλλά και να με ακουμπήσουν βαθιά, φτάνοντας τον πυρήνα μου, να με ταρακουνήσουν και να με συγκλονίσουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο! Δεν ξέρω αν Ο ΔΡΟΜΟΣ είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα των τελευταίων δεκαετιών, δεν ξέρω αν όντως είναι ένα από τα πιο σπουδαία έργα που κατάφερε να μας δώσει ο Αμερικανός συγγραφέας, γνωρίζω όμως με βεβαιότητα πως στην καρδιά μου θα διατηρεί παντοτινά μία ξεχωριστή θέση!
Κλείνοντας, θα παραθέσω ένα από εκείνα τα αποσπάσματα, που σημείωσα διαβάζοντας το βιβλίο:
Δεν υπήρχαν λίστες με πράγματα να γίνουν. Η μέρα φρόντιζε τα του εαυτού της. Κι η ώρα. Δεν υπάρχει αργότερα. Τώρα είναι το αργότερα. Καθετί χαριτωμένο κι όμορφο που το αγαπάει κανείς με την καρδιά του έχει την καταγωγή του στον πόνο. Είναι γεννημένο μες’ από τη θλίψη και τις στάχτες. Ετσι, ψιθύρισε στο κοιμισμένο αγόρι. Εγώ έχω εσένα.