Δεν θα αργήσω της Βασιλικής Πέτσα

Η Βασιλική Πέτσα αποτελεί μία από τις σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της Ελλάδας, που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει την προσοχή και το ενδιαφέρον τόσο των κριτικών και των ανθρώπων του λογοτεχνικού χώρου, όσο και των αναγνωστών. Προσωπικά, δεν έτυχε στο παρελθόν να πέσει κάποιο από τα βιβλία της στα χέρια μου.  Σε μία ωστόσο από τις πρόσφατες εξορμήσεις μου στα βιβλιοπωλεία της πόλης όπου ζω, έπεσα επάνω στο νέο της βιβλίο. Χωρίς δεύτερη σκέψη το προμηθεύτηκα και το ξεκίνησα το ίδιο κιόλας βράδυ. Εννοείται πως το πρωί το είχα ήδη ολοκληρώσει! Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Δεν θ’ αργήσω», που τυπώθηκε τον Ιούλιο του 2024 και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.

Το «Δεν θ’ αργήσω» είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα, που αποτελείται από μόλις 134 σελίδες. Εμπνευσμένο από μία τραγική στιγμή για το βρετανικό ποδόσφαιρο και γενικότερα για ολόκληρη τη Βρετανία, το μυθιστόρημα της κυρίας Πέτσα εξετάζει το συλλογικό τραύμα και το πως αυτό επιδρά καθοριστικά στην πορεία ζωής των ανθρώπων, που ήταν εκεί αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του συμβάντος και το κουβαλούν στους ώμους τους, σέρνοντας την ύπαρξη τους με δυσκολία, γιατί η ζωή προχωρά και πρέπει να την ακολουθήσουν, έστω και κουτσαίνοντας.

Συγκεκριμένα, η κυρία Πέτσα αναφέρεται σε ένα τραγικό γεγονός που έλαβε χώρα την 15η μέρα του Απρίλη του 1989, στον ποδοσφαιρικό, ημιτελικό αγώνα για το κύπελλο της Αγγλίας, ανάμεσα στις ομάδες Λίβερπουλ και Νότιγχαμ Φόρεστ. Ο αγώνας  πραγματοποιήθηκε στην πόλη Σέφιλντ και είχε οριστεί ότι θα ξεκινούσε στις 3 το μεσημέρι, ώστε να αποφευχθούν τα επεισόδια. Η έναρξη του αγώνα καθυστέρησε. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ συρρέουν κατά χιλιάδες. Αμέτρητοι από αυτούς βρίσκονται εξωτερικά του ασφυκτικά γεμάτου γηπέδου, γιατί δεν έχουν προλάβει να εισέλθουν. Οι λανθασμένοι χειρισμοί των αστυνομικών αρχών έχει ως αποτέλεσμα να ανοίξουν οι πύλες για μία από τις βόρειες εξέδρες του γηπέδου και οι ανυποψίαστοι φίλαθλοι της Λίβερπουλ να αρχίσουν να εισρέουν σε αυτή. Οι φίλαθλοι είναι εκατοντάδες. Δεν χωρούν στις κερκίδες. Παρόλα αυτά πιέζουν για να μπουν. Δεν έχουν ενημερωθεί άλλωστε, πως δεν χωράνε. Η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Τα άτομα που βρίσκονται στις μπροστινές σειρές πιέζονται στα κιγκλιδώματα. Κάποιοι προλαβαίνουν να σκαρφαλώσουν και πηδούν μέσα στο γήπεδο. Σώζονται. Αρκετοί χάνουν τις αισθήσεις τους και λιποθυμούν. Τόσο οι δύο ομάδες, όσο και οι αστυνομικές αρχές καθυστερούν να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, γεγονός που έχει σαν συνέπεια 94 άτομα να χάσουν τη ζωή τους και να τραυματιστούν συνολικά άλλα 776 άτομα. 

Το τραγικό αυτό συμβάν αποτελεί τον πυρήνα αυτού του σύντομου μυθιστορήματος. Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένας μεσήλικας άνδρας, ένας επιζώντας θεατής, που βίωσε από κοντά αυτή την τραγωδία. Ο ήρωας της κυρίας Πέτσα είναι ένα παιδί εργατών, που μεγαλώνει στα χρόνια της Θάτσερ. Την ημέρα εκείνη στο Χίλσμπορο, ο έφηβος τότε ήρωας χάνει τον καλύτερο του φίλο, τον Κιθ, που είναι ένα από τα 94 συνολικά θύματα της τραγωδίας. Τα χρόνια ωστόσο περνούν. Η ζωή κυλάει. Εκείνος μεγαλώνει και πρέπει να ζήσει. Πρέπει να αφήσει πίσω του το παρελθόν, να ελευθερωθεί από αυτό και να φτιάξει τη ζωή του.         

Παντρεύται. Κάνει παιδιά. Δημιουργεί οικογένεια. Αποκτούν το δικό τους σπίτι. Στήνει μία δική του επιχείρηση και συγκεκριμένα ένα φωτογραφείο, με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια της συζύγου του. Οικοδομεί μία σταθερή και ασφαλής καθημερινότητα.  Μία ιδεατή φαινομενικά καθημερινότητα, αφού κατάφερε να ξεπεράσει την τύχη του εργάτη πατέρα του, να αφήσει πίσω του την τραυματική εμπειρία των εφηβικών του χρόνων και να αποκτήσει μία υποδειγματική ζωή, σύμφωνα με τις νόρμες και τα κοινωνικά πρότυπα εκείνης της εποχής.

Ή μήπως όχι;           

Στο ερώτημα αυτό καλείται να απαντήσει η συγγραφέας, αλλά και ο αναγνώστης που διαβάζει το βιβλίο. Αφορμή για την εύγλωττη αυτή απορία, αποτελεί η επιστροφή του Άντι στο Λίβερπουλ, για την επέτειο των είκοσι ετών από την ημέρα της τραγωδίας για το βρετανικό ποδόσφαιρο. Το τηλεφώνημα του Άντι στον πρωταγωνιστή του βιβλίου, έρχεται για να ταράξει τη φαινομενική ησυχία που επικρατεί στην καθημερινότητα του. Μέσα από την αφοπλιστικά ειλικρινή εξομολόγηση του ήρωα, γινόμαστε μάρτυρες της καθημερινότητας του και ταυτόχρονα κοινωνοί των σκέψεων και των αναμνήσεων του.

Θραύσματα του παρόντος και του παρελθόντος εναλλάσσονται μεταξύ τους. Ο χρόνος δεν ακολουθεί  γραμμική πορεία. Το τότε και το τώρα στήνουν ένα γαϊτανάκι, με τους κορδέλες του να μπλέκονται γύρω από τον λαιμό του πρωταγωνιστή και να τον πνίγουν. Ο ήρωας της κυρίας Πέτσα ασφυκτιά. Είναι ένας ζωντανός νεκρός, που ακροβατεί ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, με το ανεπούλωτο τραύμα του να στέκει επικίνδυνα ανοιχτό, σαν μαύρη τρύπα κάτω από τα πόδια του, έτοιμη να τον κατασπαράξει και να τον βυθίσει στο απόλυτο σκοτάδι! Ανήμπορος να αποδράσει από το παρελθόν του, ο ήρωας της συγγραφέως ζει μηχανικά, με τη καθημερινότητα του να βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο, κι εκείνος εντελώς μόνος, μόνος με τις ανείπωτες σκέψεις και συναισθήματα του, να παραπαίει ανάμεσα στο σπίτι και το φωτογραφείο του.

Το ΔΕΝ Θ’ ΑΡΓΗΣΩ αποτελεί την πρώτη μου αναγνωστική επαφή με το συγγραφικό έργο της κυρίας Πέτσα, που ολοκληρώθηκε επιτυχώς! Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σύντομο, πυκνό, φαινομενικά ξύλινο, με τα συναισθήματα να ρέουν υποδόρια και να σε κατακλύζουν στις τελευταίες εμβληματικές θα έλεγα σελίδες, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό λογοτεχνικό φινάλε, όπου τα συναισθήματα σκάνε επάνω στον αναγνώστη ορμητικά, σαν κύμα! Οι τελευταίες σελίδες ειλικρινά συγκινούν και ειδικά οι τελευταίες λέξεις, προτάσεις, παράγραφοι διαβάζονται με δάκρυα στα μάτια. Προσωπικά, αυτό μου συνέβη!

Πέρα όμως από το συναισθηματικό κρεσέντο που λειτουργεί θετικά για το συνολικό συγγραφικό αποτέλεσμα της κυρίας Πέτσα, υπάρχουν αλλά δύο σημεία του βιβλίου που ξεχώρισα και θεωρώ πως έχουν κάτι να προσδώσουν στο σύνολο του έργου. Φυσικά το πρώτο είναι η παρουσία του καναρινιού, που γεννήθηκε και ζει αιχμάλωτο, συγκεκριμένα στο γκαράζ του σπιτιού, μέσα σε ένα κλουβί, με την πόρτα του αφημένη πολλές φορές επίτηδες ανοιχτή, η παρουσία του οποίου σίγουρα αποτελεί το alter ego του κεντρικού χαρακτήρα, μιας και εμφανίζουν πολλά κοινά σημεία, κυρίως ως προς το κομμάτι της ελευθερίας, αλλά λειτουργεί και συμβολικά ως παρουσία, με το μεγαλύτερο για εμένα ενδιαφέρον να συγκεντρώνεται στον τρόπο που αντιμετωπίζεται το καναρίνι από τον ήρωα και τη σύζυγο του, οι οποίοι κάθε φορά που πεθαίνει το αντικαθιστούν, πριν η κόρη τους συνειδητοποιήσει τον θάνατο του και πληγωθεί.

Επιπρόσθετα, η χρήση της γλώσσας σε σημεία του βιβλίου, όπου παραθέτονται και κάποιες αυτούσιες φράσεις στα αγγλικά, που διακρίνονται από μία λαίκότητα, συνδράμουν στο να δημιουργήσει η συγγραφέας μία αμιγώς ρεαλιστική ατμόσφαιρα, προσδίδοντας με αυτό τον τρόπο αληθοφάνεια τόσο στο κείμενο ως προσωπική μαρτυρία του ανώνυμου ήρωα, όσο και στην ιστορία που αυτός μας αφηγείται.

Τέλος, αυτό που επίσης ξεχώρισα όσον αφορά το κείμενο είναι πως στις τελευταίες σελίδες, στο πιο εμβληματικό ομολογουμένως σημείο του βιβλίου, αλλάζει ο τρόπος που η κυρία Πέτσα μας αφηγείται την ιστορία της. Ο ήρωας απευθύνεται στον Κιθ, τον νεκρό του φίλο. Οι προτάσεις μικραίνουν. Ο λόγος γίνεται πιο στακάτος. Ασθαίμων. Η ροή του κειμένου αλλάζει. Γίνεται ορμητική και καταλήγει σε μία τόσο συναισθηματική και βαθιά ανθρώπινη στιγμή, όπου με αφοπλιστικό τρόπο αποκαλύπτεται η ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μπροστά στο ανεπούλωτο και ανεξίτηλο τραύμα του παρελθόντος!

       

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Read next