Ο Αντώνης είναι ένας μεσήλικας Έλληνας, συγγραφέας στο επάγγελμα που κατοικεί στην Αθήνα και βιοπορίζεται μέσα από την τέχνη του. Ο Αβίρ είναι ένας νεαρός Κούρδος πρόσφυγας, περαστικός από την Ελλάδα, που αναζητά μία νέα πατρίδα. Οι δρόμοι τους θα συναντηθούν τυχαία κάποια στιγμή, κάπου στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, συνάντηση καθοριστική και για τους δύο άντρες, η οποία θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πορεία της ζωής τους.
Ο συμπονετικός, ο δοτικός, ο σπλαχνικός Αντώνης θα σταθεί βράχος στο πλευρό του Αβίρ και στην οδύσσεια του δεύτερου για τη νομιμοποίηση του. Ο Αβίρ θα φύγει από την Ελλάδα. Θα φτάσει μέχρι την πρωτεύουσα της Φιλανδίας, το Ελσίνκι, όπου θα προσπαθήσει να χτίσει μία νέα ζωή μακριά από την πατρίδα του, από την πόλη Καλάρ, που βρίσκεται στην περιοχή του Κουρδιστάν του Ιράκ, μία νέα ζωή μακριά από τον πόλεμο, που μαίνεται στη Μέση Ανατολή.
Ο Αβίρ θα προσεγγίσει την Ελλάδα με το πρώτο κύμα Κούρδων προσφύγων. Θα έρθει αντιμέτωπος με τις δυστοκίες του ελληνικού κράτους. Στο πρόσωπο του Αντώνη θα αντικρίσει έναν σύντροφο, έναν φίλο, έναν άνθρωπο που τον νοιάζεται πραγματικά. Θα μείνει για λίγο καιρό μαζί του. Θα είναι το στήριγμα του. Ύστερα, θα βρεθεί στο Τουρκού της Φιλανδίας, όπου θα κληθεί να υπερκεράσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια της χώρας, για να νομιμοποιήσει την παραμονή του. Για να τα καταφέρει, θα προσπαθήσει να παντρευτεί μία Φιλανδή γυναίκα, μία αρκετά συνηθισμένη και γνώριμη πρακτική, η οποία ωστόσο δεν θα στεφθεί με επιτυχία. Μετά από μερικά χρόνια, ο Αβίρ θα βρεθεί τελικά στο Ελσίνκι, όντας πια νόμιμος πολίτης της Φιλανδίας, παντρεμένος με τη συμπατριώτισσα του, την Εβίν, με την οποία θα αποκτήσει τρία παιδιά.
Το ΕΛΣΙΝΚΙ είναι το νέο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, τον οποίο ακολουθώ πιστά ως αναγνώστης, οπότε η ανάγνωση του τις πρώτες κιόλας μέρες της κυκλοφορίας του ήταν κάτι παραπάνω από αυτονόητο. Πρόκειται για ένα βαθιά προσωπικό έργο, ή τουλάχιστον αυτό εικάζω, μιας και ο Αντώνης θα μπορούσε να αποτελεί μία περσόνα του ίδιου του συγγραφέα, στην οποία θεωρώ δανείζει πολλά βιωματικά στοιχεία, διευρύνοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική του εμπειρία, σπάζοντας τα όρια του «εγώ», μετατρέποντας τη βιωμένη αυτή κατάσταση σε μία συλλογική εμπειρία, που μας αφορά όλους.
Με ένα κείμενο σφιχτό, με μία ζηλευτή οικονομία λέξεων, που προσδίδει ιδιαίτερη δυναμική στο κείμενο, που πάντα με εντυπωσιάζει για όλα όσα κουβαλούν και κρύβονται πίσω από τις λίγες και προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του συγγραφέα, ο κύριος Γρηγοριάδης δημιουργεί μία γλυκόπικρη ερωτική ιστορία, μία ιστορία ανείπωτη και ανεκπλήρωτη, που τελικά στοιχειώνει όχι μόνο τους δύο ήρωες του, αλλά και κάθε αναγνώστη που σίγουρα δεν θα την ξεχάσει. Τουλάχιστον αυτό συνέβη με εμένα, που παρότι έχουν περάσει κάμποσες βδομάδες από την ανάγνωση του βιβλίου, η ιστορία του Αντώνη και του Αβίρ, τριγυρίζει ακόμη μες στο μυαλό μου.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να δείξει περισσότερα από όσα λέει μέσα από το μυθιστορηματικό του κείμενο. Σκέψεις και συναισθήματα υφέρπουν πίσω από τις πράξεις των ηρώων του, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στις κοινωνικές αγκυλώσεις, ζουν μία ζωή επίπλαστης ελευθερίας. Κάπως άτολμοι και αρκετά φοβισμένοι, αρνούνται να αντικρίσουν την προσωπική τους αλήθεια, να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους, να συνειδητοποιήσουν τα πραγματικά τους θέλω και να διεκδικήσουν με θάρρος το δικαίωμα τους να ονειρεύονται, να αγαπούν, να ζουν ελεύθεροι και χωρίς ενοχές, έχοντας ως σύντροφο πλάι τους τον άνθρωπο για τον οποίο καίγεται η ψυχή τους!
Φυλακισμένοι και οι δύο στις κοινωνικές επιβολές της δικής τους κουλτούρας και του δικού τους πολιτισμού ο καθένας, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τα εσωτερικά συμπλέγματα που τους δημιουργούνται, ίσως γιατί φοβούνται να έρθουν αντιμέτωποι με το σκληρό, αμιγώς συντηρητικό πρόσωπο της κοινωνίας, μίας κοινωνίας βαθιά πατριαρχικής και ρατσιστικής, που ξερνάει από τους κόλπους της καθετί που απειλεί να διαταράξει την ομοιόσταση της. Ίσως η κοινωνία να μην ήταν ώριμη ακόμη. Ίσως και οι ίδιοι οι ήρωες να μην ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν μία τόσο άνιση μάχη, πηγαίνοντας κόντρα στους μηχανισμούς μίας κοινωνίας που δε συγχωρεί, δε δικαιολογεί, δε συμπονεί. Κι έτσι, γινόμαστε θεατές ενός ατελέσφορου έρωτα, ενός έρωτα τραγικού και καταδικασμένου, που γεννήθηκε για να πεθάνει, γιατί οι κοινωνικές συνθήκες δεν ήταν γόνιμες ακόμη, για να του επιτρέψουν να ανθίσει!
Ο κύριος Γρηγοριάδης δεν ακολουθεί μία γραμμική αφήγηση όσον αφορά την χρονολογική παράθεση των γεγονότων. Στιγμιότυπα από το παρόν και το παρελθόν εναλλάσσονται, μικρά θραύσματα χρόνου τοποθετούνται ανάκατα και φωτίζουν σταδιακά και πολύπλευρα την ιστορία των δύο ανδρών, ενώ παράλληλα ηλεκτρονικές, σύντομες συνομιλίες τους έρχονται στο φως και καταφέρουν να συγκινήσουν για όλα όσα θέλουν οι δύο άνδρες να φωνάξουν, αλλά τελικά σιωπούν μένοντας στις ασφαλείς συμβατικότητες μίας απλής και φιλικής συνομιλίας.
Πέρα από την ομοερωτική ιστορία, που αποτελεί τον βασικό μυθιστορηματικό πυλώνα του κύριου Γρηγοριάδη, διαβάζοντας το βιβλίο του συνάντησα και ένα εκτενές κοινωνικό, αλλά και πολιτικό σχόλιο, για όλα όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα, τη διαχείριση του από το κράτος, αλλά και τον τρόπο που η κοινωνία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιμετώπισε συλλογικά αυτή την κατάσταση και τα προβλήματα, με τα οποία είναι επιφορτισμένο το προσφυγικό. Ένα σημείο που χαράχτηκε στη μνήμη μου και με προβληματίζει ακόμη και σήμερα ιδιαίτερα, είναι εκείνο όπου ο Αντώνης, ο Έλληνας ήρωας του συγγραφέα, ο οποίος βιοπορίζεται μέσα από τα γραπτά του αναφέρει: « […] η ευαισθητοποίηση θα απάλυνε την ενοχή μου. Ωστόσο, η ευαισθησία των άλλων είναι μία κατασκευασμένη συνθήκη που συντηρείται από τα παθήματα των αληθινών μαρτύρων». Το σημείο αυτό με προβλημάτισε ιδιαίτερα, κυρίως γιατί με έκανε να αναρωτηθώ κατά πόσο η ευαισθησία μας είναι ουσιαστική. Μήπως η ευαισθησία μας τελικά σε κοινωνικά ζητήματα είναι επιλεκτική και υποκριτική; Άραγε όσοι επιλέγουμε να γράψουμε, ή να δημιουργήσουμε γενικότερα τέχνη ο καθένας μέσα από το δικό του τρόπο, ακουμπώντας ένα ευαίσθητο κοινωνικό ζήτημα το κάνει συνειδητά, όντας πλήρως ευαισθητοποιημένος πάνω σε αυτό, ή κατά βάθος επιλέγει κάποιο από αυτά με σκοπό να ευεργετήσει το καλλιτεχνικό του αποτέλεσμα; Προφανώς και δεν θα δώσω κάποια συγκεκριμένη απάντηση στο παρόν κείμενο, ωστόσο αυτός ο προβληματισμός που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας το νέο μυθιστόρημα του κύριου Γρηγοριάδη, θα με απασχολήσει για καιρό…
Το ΕΛΣΝΙΚΙ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Αναζητήστε το, γιατί αξίζει!