
Πώς είναι να κληρονομείς το πένθος;
Πώς είναι να το βιώνεις, χωρίς να το έχεις ζήσει;
Πώς είναι να έχεις γεννηθεί, στη θέση κάποιου άλλου;
Πώς είναι να ζεις, κουβαλώντας το βάρος της απουσία κάποιου, που δεν πρόλαβες να γνωρίσεις;
Στο νέο της βιβλίο με τίτλο ΛΕΥΚΟ, η νομπελίστρια συγγραφέας HAN KANG προσπαθεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα. Πρόκειται για ένα σύγχρονο και αμιγώς υβριδικό κείμενο που άλλοτε θυμίζει ποίηση, άλλοτε δοκίμιο και άλλοτε ημερολόγιο πένθους. Η Kang μέσα από το βιβλίο της εστιάζει στην παρουσία του λευκού χρώματος γύρω της, το οποίο χρησιμοποιεί ως πρισματικό εργαλείο, μέσα από το οποίο κοιτάζει και προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια της αδερφής της, ενός βρέφους που πέθανε μερικά λεπτά αφότου γεννήθηκε και που η ίδια δεν γνώρισε ποτέ.
Θα έλεγα πως πρόκειται για μία ιδιότυπη νεκρολογία, όπου σε κάθε μικρό κείμενο-κεφάλαιο πρωταγωνιστεί ένα λευκό αντικείμενο, το οποίο με τη σειρά του πυροδοτεί τον υπαρξιακό στοχασμό της Kang, η αφήγηση της οποίας είναι λιτή και μετρημένη. Αφήγηση θραυσματική, σαν αναπνοή που κόβεται, μέσα από την οποία διακρίνουμε την έντονη ανάγκη της αφηγήτριας να μεταβολίσει ένα πένθος, που η ίδια δεν βίωσε, αλλά το κουβαλάει ασυνείδητα μέσα της, από την πρώτη στιγμή που υπήρξε. Το πένθος για την Kang δεν ορίζεται με βάση την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου με όρους αναμνήσεων, αλλά ως την απώλεια μίας δυνατότητας, για μία ζωή που ήρθε στον κόσμο για λίγο και τελικά δεν υπήρξε ποτέ.
Η Kang λοιπόν δεν πενθεί ένα άτομο, που έζησε μαζί της, αλλά ένα άτομο την απώλεια του οποίου κουβαλάει μέσα της, ένα άτομο που καθόρισε την ύπαρξη της, κι ας μην υπήρξε ποτέ στη ζωή της. Αυτό το νεκρό παιδί λοιπόν, ήταν η αδερφή της, που πέθανε λίγο μετά τη γέννα, με την συγγραφέα να εξομολογείται πως αν εκείνη είχε επιβιώσει, ίσως η ίδια να μην είχε γεννηθεί ποτέ. Μία ιδιαίτερα συγκλονιστική και παράδοξη ταυτόχρονα στιγμή μέσα στο βιβλίο, που υπογραμμίζει πως η ζωή της αποτελεί το αντάλλαγμα ενός άλλου θανάτου, με την ίδια να καλείται να σηκώσει στους ώμους της το ασήκωτο βάρος ενός νεκρού παιδιού.
Η επινοημένη σύνδεση της Kang με τα λευκά στοιχεία που την περιτριγυρίζουν, λειτουργεί ως δεκανίκι, που την βοηθά να σηκώσει το βάρος των ενοχών, που η ίδια αισθάνεται, γιατί κατάφερε να ζήσει. Το λευκό που πρωταγωνιστεί στις σελίδες του βιβλίου της λειτουργεί ως ένα αόρατο νήμα, που τη συνδέει με τη νεκρή της αδερφή. Η οποία μπορεί να μην κατάφερε να αποκτήσει όνομα, ιστορία, ζωή, όμως η συγγραφέας υφαίνει μία δική της ιστορία μέσα από λευκά αντικείμενα που γίνονται μία προβολική επιφάνεια επάνω στην οποία η Kang ακουμπάει την απώλεια της. Μέσα από την τελετουργική σχεδόν παρατήρηση των λευκών στοιχείων γύρω της, αναδεικνύεται η ανάγκη της Kang να καταφέρει να κρατήσει ένα ίχνος της χαμένης της αδερφής ζωντανό! Ταυτόχρονα η επινόηση αυτή της σύνδεσης με τα λευκά στοιχεία αποτελεί έναν τρόπο για την συγγραφέα να μοιραστεί έστω και έτσι ένα μέρος του κόσμου με τη νεκρή αδερφή της. Έναν τρόπο να ζουν παράλληλα, η μία ορατή και η άλλη άυλη, με το βάρος της ενοχής να μετουσιώνεται τελικά σε έναν αθόρυβο και αέναο δεσμό, με το λευκό να αποτελεί τον πυρήνα αυτής της σύνδεσης!
Ολοκληρώνοντας, αυτό που είναι ίσως το πιο τραυματικό στην περίπτωση της Kang είναι η καθολική έλλειψη μίας απτής ζωής. Η αδερφή της δεν πρόλαβε να ζήσει. Δεν πρόλαβε να μοιραστεί μαζί της στιγμές μιας τυπικής καθημερινότητας. Δεν πρόλαβε να αγαπήσει, να αγκαλιάσει, να κοιτάξει με κατανόηση την μικρότερη αδερφή της, την Han Kang, κι έτσι η δεύτερη επινοεί έναν αόρατο δεσμό μέσω των λευκών στοιχείων, για να καταφέρει έστω και έτσι να συνδεθεί με τη νεκρή αδερφή της. Η Kang μέσα από το βιβλίο της πενθεί, όχι για κάτι που χάθηκε, αλλά για κάτι που δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ, κι όμως άφησε μέσα της ένα τεράστιο υπαρξιακό έλλειμμα, που κάπως πρέπει να το γεμίσει…