Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους πιο δημοφιλείς Ιάπωνες συγγραφείς σε όλο τον κόσμο, ενώ είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το όνομα του έχει φιγουράρει αρκετές φορές στις λίστες των συγγραφέων που διεκδικούν ένα από τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία, αυτό του Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το πρώτο του μυθιστόρημα που διάβασα και έγινε η αφορμή για να αναπτυχθεί ανάμεσα μας ένας άρρηκτος αναγνωστικός δεσμός ήταν το ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ. Εκ τότε, διάβασα όλη του την βιβλιογραφία, τα μυθιστόρημα του εκείνα που έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας και μπορώ με σιγουριά να δηλώσω πως είμαι «ερωτευμένος» με τη γραφή του!
Πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ιάπωνα συγγραφέα, που φέρει τον τίτλο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε». Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε από τα αγγλικά και φέρει την υπογραφή του κ. Βασίλη Κιμούλη.
Πρόκειται για ένα μεγαλεπήβολο συγγραφικό εγχείρημα, ένα λογοτεχνικό κράμα πολλών μυθιστορηματικών ειδών, με το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού όχι μόνο να είναι διάχυτο, αλλά να γοητεύει το αναγνωστικό κοινό. Προσωπικά, διαβάζοντας το, μου επανάφερε στη μνήμη μου στιγμές από την ανάγνωση της τριλογίας του «1Q84».
Στο νέο μυθιστόρημα λοιπόν του Χαρούκι Μουρακάμι, συναντάμε έναν μεσήλικα άντρα, έναν ανώνυμο ζωγράφο πορτραίτων, ο οποίος ύστερα από τον χωρισμό του από την πρώην γυναίκα του, αποφασίζει να απομονωθεί και να ζήσει στην κορυφή σχεδόν ενός βουνού, στο σπίτι που του παραχωρεί ένας φίλος του.
Αποκομμένος από τα πάντα, ο ανώνυμος ζωγράφος ζει στη μέση του πουθενά, περικυκλωμένος από την άγρια βλάστηση του βουνού, προσπαθώντας μέσα σε όλη αυτή την φαινομενική όπως τελικά θα αποδειχτεί ησυχία, να γνωρίσει εκ νέου τον ίδιο του τον εαυτό, να επαναπροσδιορίσει τις ανάγκες, αλλά και τις επιθυμίες του, καθώς και να ξεπεράσει το δημιουργικό τέλμα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί το τελευταίο διάστημα.
Ο ανεπαίσθητος και περιοδικός ήχος ενός πανάρχαιου κουδουνιού που θα ταράζει πυκνά συχνά τις γαλήνιες νύχτες του, η συνάντηση του με έναν μυστηριώδη κι εύπορο επιχειρηματία, τον Μενσίκι, καθώς και η φιγούρα του Κομεντατόρε που αναπηδά από τον καμβά ενός πίνακα, αποτελούν μερικά από τα όσα συμβαίνουν στον πρωταγωνιστή από τη στιγμή που επιλέγει να απομονωθεί στο βουνό. Γεγονότα που ορίζουν την εξέλιξη της πλοκής και δρουν καθοριστικά στο ενδοσκοπικό ταξίδι που έχει ξεκινήσει ο ανώνυμος πρωταγωνιστής για να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό του.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η ανθρώπινη μοναξιά. Ο ήρωας του Μουρακάμι επιλέγει οικειοθελώς να απομονωθεί και να απομακρυνθεί από την κοσμικότητα, επιλέγοντας μία μοναχική καθημερινότητα, σε μία προσπάθεια να αφουγκραστεί και συμφιλιωθεί με τις άγνωστες πτυχές του.
Οι σελίδες έρχονται και φεύγουν, με τον αναγνώστη να παρακολουθεί τον ήρωα του Ιάπωνα συγγραφέα να μαγειρεύει, να φτιάχνει έναν καφέ, να βρίσκει τρόπους για να «γεμίσει» τις άδειες ώρες της ημέρας του. Ο χρόνος κυλά με έναν αργά φαινομενικά ρυθμό, ο οποίος εντείνει την αίσθηση της υπαρξιακής μοναξιάς που διαποτίζει τις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος.
Παράλληλα, πέρα από το κομμάτι της μοναξιάς, ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος και με άλλα ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο, όπως είναι η τέχνη και ο ορισμός αυτής.
Παρακολουθούμε τους ήρωες του βιβλίου να προσπαθούν να ανακαλύψουν πως ορίζεται η τέχνη αλλά και ποιο είναι αυτό το χαρακτηριστικό που αναγάγει το ανθρώπινο δημιούργημα σε μία μορφή τέχνης. Η φιλία επίσης μεταξύ δύο ανδρών, του πρωταγωνιστή και του Μενσίκι είναι ένας παράπλευρος θεματικός πυλώνας της βασικής πλοκής, καθώς και η σχέση ανάμεσα σε έναν πατέρα με το παιδί του.
Τέλος, το ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ είναι ένα μυθιστόρημα για την ρευστότητα της ζωής. Όλα κυλούν, έρχονται, φεύγουν και επανέρχονται. Όλα αλλάζουν μορφή. Τίποτα, μα τίποτα δεν παραμένει ποτέ το ίδιο. Ακόμα κι αν φαίνεται ίδιο. Ένα μυθιστόρημα που παρά την φαινομενική του μελαγχολία περνά το αισιόδοξο μήνυμα της ανθρώπινης αναγέννησης!