«Μια χώρα σε παράκρουση. Βουτηγμένη στη γάγγραινα του μίσους».
«Τον Δεκέμβριο του ’44 όλη η Αθήνα ήταν ένας απέραντος τάφος».
Με την παράθεση αυτών των δύο σύντομων αποσπασμάτων, που εντοπίζει κανείς στις σελίδες του νέου μυθιστορήματος του Στέφανου Δάνδολου «Τα αηδόνια της σιωπής», που θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός, θα ήθελα να ξεκινήσω το παρόν κείμενο, όπου θα επιχειρήσω να καταγράψω τις αναγνωστικές μου εντυπώσεις.
Πρόκειται για ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα, που αναβιώνει μία από τις πιο αιματοβαμμένες και μελανές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για τα «Δεκεμβριανά», όπως έμεινε στη σφαίρα του συλλογικού ασυνείδητου και καταγράφηκε στα κιτάπια της ελληνικής ιστορίας μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα, ανάμεσα στους ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και στις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις της χώρας, με την έναρξη αυτών να πραγματοποιείται λίγο μετά από την αποχώρηση των γερμανικών-ναζιστικών στρατευμάτων από την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου του ’44.
Με φόντο λοιπόν, το θρυλικό καφενείο «Ζαχαράτου» που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αιώνα, παρά τις έκρυθμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, τις τεράστιες οικονομικές και όχι μόνο δυσκολίες, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τη νέα του μυθιστορηματική ιστορία. Μία ιστορία τρυφερή, νοσταλγική, γλυκόπικρη, που εντυπώνεται παντοτινά στη μνήμη του αναγνώστη. Ανάμεσα στα πολυάριθμα κομψά του τραπεζάκια με τις αναπαυτικές του καρέκλες, το άπλετο αττικό φως που του χάριζε η θέση του, ο αναγνώστης συναντά τον θρυλικό αρχισερβιτόρο Αριστείδη Τσόκο, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν με τρόπο ανεξήγητο κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών.
Όλα ξεκινούν όταν ο ηλικιωμένος πια άνδρας, ο οποίος έχει διανύσει το κατώφλι της 7ης δεκαετίας της ζωής του, λαμβάνει ένα γράμμα. Ένα γράμμα που άργησε 21 ολόκληρα χρόνια. Ένα γράμμα αποστολέας του οποίου είναι η Ευδοξία. Η Ευδοξία ήταν, είναι και θα είναι ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του. Ένας έρωτας πλατωνικός κι ανομολόγητος σχεδόν, που παρότι μπουμπούκιασε, δεν κατάφερε τελικά να ανθίσει.
Έρχεται όμως το πλήρωμα του χρόνου, έρχεται αυτή η μία κομβική στιγμή, που τόσο ο Αριστείδης, όσο και η Ευδοξία συνειδητοποιούν πως βρίσκονται μία ίσως ανάσα μακριά από το τέλος της επίγειας ζωής τους. Η στιγμή που συνειδητοποιούν πως τώρα πια δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Μόνο αυτά τα 21 ολόκληρα χρόνια, που άφησαν να ξοδευτούν αψήφιστα, ζώντας μακριά ο ένας από τον άλλον. Έτσι, αφήνουν στην άκρη κάθε προσωπικό τους σύμπλεγμα, κάθε προσωπικό φόβο και κάθε αίσθημα δειλίας και τολμούν να κάνουν μία αρχή. Τη δική τους αρχή. Εκείνη στέλνοντας ένα γράμμα. Εκείνος ξεκινώντας απερίσκεπτα ένα ταξίδι, μία προσωπική Οδύσσεια, με προορισμό εκείνη, τη δική του παντοτινή Ιθάκη.
Η αρχή γίνεται! Ένας άνισος αγώνας με αντίπαλο όχι μόνο τον χρόνο, αλλά και τα όσα συμβαίνουν στους δρόμους της Αθήνας, με την άσφαλτο να έχει ποτίσει από το αίμα αδικοχαμένων ανθρώπινων ζωών, ξεκινά! Μπορεί όλα αυτά τα 21 ολόκληρα χρόνια που πέρασαν, ο Αριστείδης και η Ευδοξία να έζησαν στον ίσκιο του ανομολόγητου έρωτα τους, τρεφόμενοι από την άσβεστη ελπίδα, πως ίσως κάποια μέρα καταφέρουν να ζήσουν μαζί, όμως ήρθε η ώρα να παλέψουν, να ορθώσουν το ανάστημα τους, να αψηφήσουν τα πάντα και να αγωνιστούν με θάρρος και πίστη στον έρωτα, τον δικό τους έρωτα, κι ας βρίσκονται πια προς τη δύση της ζωής τους.
«Τα αηδόνια της σιωπής» του Στέφανου Δάνδολου είναι ένα μυθιστόρημα που υμνεί τους μεγάλους έρωτες, τους έρωτες εκείνους που παρά τους όποιους ζοφερούς καιρούς κι αν διανύουν, καταφέρνουν να ξεπεράσουν κάθε εμπόδιο και να βρουν ένα ανεπαίσθητο κενό, μία ισχνή χαραμάδα για να γλιστρήσουν και να βγουν στο φως, όπου και θα καταφέρουν τελικά να ανθίσουν!
Ο Στέφανος Δάνδολος τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να ανακαλύψει το μυθιστορηματικό μοτίβο, που του ταιριάζει ειλικρινά απόλυτα! Πρόσωπα υπαρκτά, μεγάλοι έρωτες και σημαντικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, αποτελούν τα συστατικά του δικού του μυθιστορηματικού κράματος, τα οποία συνυφαίνονται και δημιουργούν ένα αξιοζήλευτο λογοτεχνικό αποτέλεσμα.
Όπως και στα προηγούμενα μυθιστόρημα του, έτσι και σε αυτό το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου, παρακολουθούμε έναν μεγάλο έρωτα, τον έρωτα ανάμεσα στον Αριστείδη και την Ευδοξία, καθώς και τις 76 μέρες των ένοπλων συγκρούσεων στους δρόμους της Αθήνας, που καθοδηγήθηκαν από τα έμφυλα πάθη και οδήγησαν σε φαινόμενα άκρατης βίας και αμέτρητων θανάτων, ένοπλες συγκρούσεις που αποτέλεσαν τον προάγγελο μίας από τις πιο σκοτεινές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αυτή του Εμφυλίου Πολέμου. Από την επιχείρηση ανατίναξης του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, από τις τραγικές τελευταίες ώρες της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη, μέχρι και την συγκινητική προσπάθεια του ηλικιωμένου σερβιτόρου, να διασχίσει τους φλεγόμενους δρόμους μίας πόλης, που κοχλάζει το μίσος, ο Στέφανος Δάνδολος καταφέρνει να καθηλώσει τον αναγνώστη, που αγωνία σελίδα την σελίδα για την τύχη του Αριστείδη και να τον συγκινήσει βαθιά, υπενθυμίζοντας του με τρόπο αφοπλιστικά ειλικρινή πως ακόμα και στους πιο ζοφερούς καιρούς, το φως, η ελπίδα κι η αθωότητα, θα βρουν μια χαραμάδα για να εισχωρήσουν και να ανατρέψουν την κατάσταση!
Ο Στέφανος Δάνδολος απαλλαγμένος από κάθε διάθεση συγγραφικής υπερβολής, καταφέρνει να διατηρήσει επιδέξια την ισορροπία στο άπλετο συναίσθημα που αναβλύζει διάχυτο μέσα από τις σελίδες του νέου του βιβλίου, καταφέρνοντας χωρίς να γίνει μελοδραματικός ούτε μία στιγμή, να προξενήσει ατόφια συγκίνηση σε κάθε αναγνώστη, στον οποίο καλλιεργείται δικαιολογημένα η εντύπωση πως κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε σχήμα λόγου και γλωσσική μεταφορά υπηρετούν πλήρως τον σκοπό του συγγραφέα, που δεν είναι άλλος από το να δοξάσει για άλλη μία φορά τους μεγάλους έρωτες.
Η δομή του βιβλίου είναι ιδιαίτερα περίτεχνη, με την τριτοπρόσωπη αφήγηση που εστιάζει στην «οδύσσεια» του ηλικιωμένου σερβιτόρου, να εναλλάσσεται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση στα σημεία εκείνα όπου η ηρωίδα του συγγραφέα, η Ευδοξία, πιάνει στα χέρια της το μολύβι και σκάβει βαθιά μέσα της, ακουμπώντας στις κενές σελίδες του χαρτιού τις σκέψεις και τα συναισθήματα της, προσπαθώντας να ηρεμήσει τους φόβους και να καταπραΰνει τις ανησυχίες της. Αυτή η εναλλαγή αποτελεί τον βασικό αφηγηματικό ιστό του συγγραφέα, ο οποίος συμπληρώνεται εύστοχα με την παράθεση των ιστορικών γεγονότων εκείνων των 76 ταραγμένων ημερών, μέσα από τεκμηριωμένες ιστορικές πηγές, παραθέτοντας άλλοτε κάποια αποσπάσματα από μαρτυρίες ανθρώπων που βιώσαν τα όσα συνέβησαν στους δρόμους της Αθήνας, κι άλλοτε μέχρι και τα τηλεγραφήματα και τις επιστολές ανθρώπων, που διαδραμάτισαν τον δικό τους ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής εκείνης. Οι αφηγηματικοί τρόποι του συγγραφέα εναλλάσσονται διαρκώς και αλληλοσυμπληρώνονται καταφέρνοντας να ενώσουν τα κομμάτια ενός μεγάλου παζλ, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας καταφέρνει να σκιαγραφήσει σφαιρικά μία ολόκληρη εποχή!
Αυτό που με εντυπωσιάζει κάθε φορά που διαβάζω κάποιο από τα μυθιστορήματα του Στέφανου Δάνδολου και φυσικά δεν θα μπορούσα να μην το αναφέρω, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διαχειρίζεται την έννοια και την αίσθηση του χρόνου. Καταφέρνοντας να σπάσει κάθε συμβατικότητα, εγκιβωτίζει μέσα σε μία στιγμή, μία ολόκληρη αιωνιότητα, γιατί σαν αιωνιότητα φαντάζει στους δύο αλύτρωτους εραστές η κάθε στιγμή. Μυθιστορηματικός χρόνος που φτάνει για να χωρέσουν μέσα του τα άσβεστα όνειρα, οι διακαείς πόθοι, οι ανομολόγητες επιθυμίες των δύο τραγικών πρωταγωνιστών.
Ακόμη, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας, στον Αριστείδη και στην Ευδοξία, δύο πρόσωπα που ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να αποχωριστώ, διότι ο συγγραφέας κατάφερε να με κάνει να δεθώ άρρηκτα μαζί τους. Μπορεί να μην είναι πάντα αυτός ο σκοπός του συγγραφέα και της λογοτεχνίας σε ένα γενικότερο πλαίσιο, όμως ο Στέφανος Δάνδολος δημιούργησε για άλλη μία φορά δύο βασικούς μυθιστορηματικούς ήρωες με τους οποίος ο αναγνώστης συντονίζεται πλήρως και αποζητά τόσο τη λύτρωση, όσο και τη δικαίωση του ανεκπλήρωτου έρωτα τους.
Διαβάζοντας «Τα αηδόνια της σιωπής» του Στέφανου Δάνδολου ένιωθα σαν παιδάκι που τρώει μαλλί της γριάς, γλυκό στη γεύση, απαλό στο άγγιγμα, που λιώνει στο στόμα και αφήνει τελικά μία επίγευση όμορφων συναισθημάτων! ΤΑ ΑΗΔΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ λοιπόν είναι ένας μυθιστορηματικός τόπος όπου η τραγικότητα του έρωτα συναντά τον όλεθρο της ιστορίας, ένας τόπος όπου ο μύθος συγκρούεται με την πραγματικότητα και μέσα από τα χαλάσματα τους, καταφέρνει τελικά να ανθίσει η αληθινή αγάπη!
Θα ήθελα να κλείσω το παρόν κείμενο έτσι ακριβώς όπως το ξεκίνησα, χρησιμοποιώντας μία φράση του Στέφανου Δάνδολου, στην οποία αποκρυσταλλώνεται όλη η συγγραφική του αλήθεια: η μοναδική μας πατρίδα είναι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε με πάθος.